Καφές, καφεΐνη και υγεία
Η καφεΐνη είναι ένα φυσικό φυτοφάρμακο που βρίσκεται σε διάφορα φυτά
για να τα προστατεύει από τα έντομα. Υπάρχει κυρίως στους σπόρους του
καφέ και του κακάο, στα φύλλα του τσαγιού και στους καρπούς guarana και
κόλα. Οι πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η καφείνη δρα επίσης ως
αντιοξειδωτικό (εξουδετερώνει ελεύθερες ρίζες). Στον άνθρωπο λειτουργεί ως διεγερτικό. Το ερώτημα είναι αν η καφεινη κάνει καλό ή κακό στην ανθρώπινη υγεία. Ένα πιο ειδικό ερώτημα είναι αν η καφεΐνη πρέπει να επιτρέπεται ή να απαγορεύεται κατά την εγκυμοσύνη.
Η μέση περιεκτικότητα σε καφεΐνη στον αλεσμένο καβουρδισμένο καφέ είναι περίπου 85 mg ανά 150 ml (ένα φλιτζάνι), στον στιγμιαίο καφέ είναι 60 mg και στο ντεκαφεϊνέ είναι μόλις 3 mg. Στο τσάι που φτιάχνεται από φύλλα ή από φακελάκι υπάρχουν 30 mg καφεινη και στο στιγμιαίο τσάι 20 mg. Στο κακάο ή τη ζεστή σοκολάτα υπάρχουν 4 mg. Ένα ποτήρι (200 ml) ενός μη αλκοολούχου ποτού περιέχει 20-60 mg καφεΐνη.
Στην Ευρώπη οι ενήλικες καταναλώνουν κατά μέσον όρο 200 mg καφείνη την ημέρα (από 100 ώς 400 mg) κυρίως από τον καφέ και το τσάι, αλλά και από μη αλκοολούχα ποτά, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα «ενεργειακά ποτά». Οι βόρειες ευρωπαϊκές χώρες είναι γνωστές για τη μεγάλη κατανάλωσή τους σε καφέ: στην Δανία, την Φινλανδία, την Νορβηγία ή την Σουηδία η μέση κατανάλωση καφεΐνης φθάνει τα 400 mg την ημέρα. Τα παιδιά, οι νεαροί ενήλικες και όσοι απέχουν από τον καφέ προσλαμβάνουν την καφεΐνη συνήθως από το τσάι και ταμη αλκοολούχα ποτά.
Η καφεΐνη έχει τη δυνατότητα να ενισχύει την επαγρύπνηση και τη συνεχή προσοχή κάτι που έχει τεκμηριωθεί καλά από τις διάφορες μελέτες. Πρόκειται δηλαδή για ένα διεγερτικό του νευρικού συστήματος. Ο τρόπος δράσης της καφείνης στο κεντρικό νευρικό σύστημα οφείλεται στο ότι αποτελεί ανταγωνιστή της αδενοσίνης.
Η αδενοσίνη είναι μια φυσική ουσία του σώματος που ενεργεί ως αγγελιοφόρος στη ρύθμιση της δραστηριότητας του εγκεφάλου και στον έλεγχο των καταστάσεων διέγερσης και ύπνου (με απλά λόγια δίνει το σήμα της κούρασης). Η καφεΐνη εμποδίζει συγκεκριμένους υποδοχείς της αδενοσίνης στο νευρικό ιστό, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, διατηρώντας έτσι τον άνθρωπο σε κατάσταση διέγερσης. Με αυτόν τον μηχανισμό η καφεΐνη μπορεί να ενισχύσει την ικανότητα για διανοητική και σωματική προσπάθεια προτού προκύψει η κούραση. Δόσεις 100-600 mg καφεΐνης παράγουν γρηγορότερες και καθαρότερες σκέψεις και καλύτερο γενικό συντονισμό του σώματος.
Η δέσμευση των υποδοχέων της αδενοσίνης μπορεί επίσης να είναι υπεύθυνη για τη συστολή των αιμοφόρων αγγείων, που ανακουφίζει από την ημικρανία και τον πονοκέφαλο. Αυτό εξηγεί γιατί η καφεΐνη είναι συστατικό πολλών αναλγητικών χαπιών.
Ως προς τις αρνητικές επιδράσεις, η καφείνη μπορει να οδηγήσει σε παροδικές συμπεριφορικές αλλαγές, όπως αυξημένη διέγερση, οξυθυμία, νευρικότητα ή ανησυχία. Ποσά μεγαλύτερα από 2000 mg μπορούν να προκαλέσουν αϋπνία, τρέμουλο και γρήγορη αναπνοή. Αυτά τα συμπτώματα εμφανίζονται μερικές φορές και σε χαμηλότερες δόσεις. Με συχνή κατανάλωση, ωστόσο, αναπτύσσεται ανοχή για πολλές από αυτές τις επιδράσεις. Έτσι οι διεγερτικές ιδιότητες της καφεΐνης επηρεάζουν λιγότερο τους τακτικούς καταναλωτές του καφέ από τους περιστασιακούς.
Η καφεΐνη έχει πολλές άλλες οξείες επιδράσεις. Διεγείρει την παραγωγή κορτιζόλης και αδρεναλίνης, τα οποία προκαλούν αύξηση στην πίεση αίματος και τον καρδιακό ρυθμό. Έχει επίσης διουρητικές επιδράσεις, καθώς προκαλεί βρογχική χαλάρωση, αυξάνει την παραγωγή γαστρικού οξέος και αυξάνει τον μεταβολικό ρυθμό.
Αν και η κατανάλωση καφεΐνης έχει θεωρηθεί κατά τη διάρκεια αρκετών δεκαετιών ότι αυξάνει την πίεση του αίματος, πιο πρόσφατες κλινικές και εργαστηριακές μελέτες δεν έξειξαν ότι τα συνήθη επίπεδα κατανάλωσης έχουν κάποια επίδραση. Παρά τις αποκλίσεις των αποτελεσμάτων, αντιδράσεις αυξημένης πίεσης αίματος έχουν αναφερθεί συχνότερα σε άτομα μη συνηθισμένα στην καφεΐνη, σε νεότερα άτομα και μετά από πολύ υψηλές προσλήψεις. Ελλείψει οριστικών επιστημονικών στοιχείων, σε άτομα που πάσχουν ήδη από υπέρταση συστήνεται να μην καταναλώνουν πολλή καφεΐνη.
Οι μελέτες, κυρίως από τις χώρες της Σκανδιναβίας, έχουν δείξει ότι ο καφές μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα ολικής και LDL-χοληστερόλης (κακή χοληστερίνη). Αυτή η επίδραση φαίνεται να περιορίζεται στον βρασμένο και όχι στον φιλτραρισμένο, καφέ (ο φιλτραρισμένος, ο διηθημένος ή ο στιγμιαίος καφές δεν αυξάνουν τη χοληστερίνη του αίματος). Αυτή η επίδραση φαίνεται να προκαλείται από κάποια συστατικά του καφέ, καλούμενα ως διτερπένια, που υπάρχουν σε υψηλότερες ποσότητες σε κάποιες ποικιλίες κόκκων καφέ, αλλά αφαιρούνται με το φιλτράρισμα. Δηλαδή η αύξηση της χοληστερίνης οφείλεται στα διτερπένια του καφέ και όχι στην καφεινη.
healthyliving.gr
αντιοξειδωτικό (εξουδετερώνει ελεύθερες ρίζες). Στον άνθρωπο λειτουργεί ως διεγερτικό. Το ερώτημα είναι αν η καφεινη κάνει καλό ή κακό στην ανθρώπινη υγεία. Ένα πιο ειδικό ερώτημα είναι αν η καφεΐνη πρέπει να επιτρέπεται ή να απαγορεύεται κατά την εγκυμοσύνη.
Η μέση περιεκτικότητα σε καφεΐνη στον αλεσμένο καβουρδισμένο καφέ είναι περίπου 85 mg ανά 150 ml (ένα φλιτζάνι), στον στιγμιαίο καφέ είναι 60 mg και στο ντεκαφεϊνέ είναι μόλις 3 mg. Στο τσάι που φτιάχνεται από φύλλα ή από φακελάκι υπάρχουν 30 mg καφεινη και στο στιγμιαίο τσάι 20 mg. Στο κακάο ή τη ζεστή σοκολάτα υπάρχουν 4 mg. Ένα ποτήρι (200 ml) ενός μη αλκοολούχου ποτού περιέχει 20-60 mg καφεΐνη.
Στην Ευρώπη οι ενήλικες καταναλώνουν κατά μέσον όρο 200 mg καφείνη την ημέρα (από 100 ώς 400 mg) κυρίως από τον καφέ και το τσάι, αλλά και από μη αλκοολούχα ποτά, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα «ενεργειακά ποτά». Οι βόρειες ευρωπαϊκές χώρες είναι γνωστές για τη μεγάλη κατανάλωσή τους σε καφέ: στην Δανία, την Φινλανδία, την Νορβηγία ή την Σουηδία η μέση κατανάλωση καφεΐνης φθάνει τα 400 mg την ημέρα. Τα παιδιά, οι νεαροί ενήλικες και όσοι απέχουν από τον καφέ προσλαμβάνουν την καφεΐνη συνήθως από το τσάι και ταμη αλκοολούχα ποτά.
Καφεΐνη και νευρικό σύστημα
Οι περισσότερες μελέτες σχετικές με την καφεΐνη και την υγεία μελέτες είναι στην πραγματικότητα βασισμένες στον καφέ. Το γεγονός αυτό καθιστά συχνά πολύ δύσκολο να διακρίνουμε τα αποτελέσματα της καφεΐνης ξεχωριστά από τα αποτελέσματα του καφέ συνολικά. Ωστόσο έχουν εντοπιστεί κάποιες διαφορές.Η καφεΐνη έχει τη δυνατότητα να ενισχύει την επαγρύπνηση και τη συνεχή προσοχή κάτι που έχει τεκμηριωθεί καλά από τις διάφορες μελέτες. Πρόκειται δηλαδή για ένα διεγερτικό του νευρικού συστήματος. Ο τρόπος δράσης της καφείνης στο κεντρικό νευρικό σύστημα οφείλεται στο ότι αποτελεί ανταγωνιστή της αδενοσίνης.
Η αδενοσίνη είναι μια φυσική ουσία του σώματος που ενεργεί ως αγγελιοφόρος στη ρύθμιση της δραστηριότητας του εγκεφάλου και στον έλεγχο των καταστάσεων διέγερσης και ύπνου (με απλά λόγια δίνει το σήμα της κούρασης). Η καφεΐνη εμποδίζει συγκεκριμένους υποδοχείς της αδενοσίνης στο νευρικό ιστό, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, διατηρώντας έτσι τον άνθρωπο σε κατάσταση διέγερσης. Με αυτόν τον μηχανισμό η καφεΐνη μπορεί να ενισχύσει την ικανότητα για διανοητική και σωματική προσπάθεια προτού προκύψει η κούραση. Δόσεις 100-600 mg καφεΐνης παράγουν γρηγορότερες και καθαρότερες σκέψεις και καλύτερο γενικό συντονισμό του σώματος.
Η δέσμευση των υποδοχέων της αδενοσίνης μπορεί επίσης να είναι υπεύθυνη για τη συστολή των αιμοφόρων αγγείων, που ανακουφίζει από την ημικρανία και τον πονοκέφαλο. Αυτό εξηγεί γιατί η καφεΐνη είναι συστατικό πολλών αναλγητικών χαπιών.
Ως προς τις αρνητικές επιδράσεις, η καφείνη μπορει να οδηγήσει σε παροδικές συμπεριφορικές αλλαγές, όπως αυξημένη διέγερση, οξυθυμία, νευρικότητα ή ανησυχία. Ποσά μεγαλύτερα από 2000 mg μπορούν να προκαλέσουν αϋπνία, τρέμουλο και γρήγορη αναπνοή. Αυτά τα συμπτώματα εμφανίζονται μερικές φορές και σε χαμηλότερες δόσεις. Με συχνή κατανάλωση, ωστόσο, αναπτύσσεται ανοχή για πολλές από αυτές τις επιδράσεις. Έτσι οι διεγερτικές ιδιότητες της καφεΐνης επηρεάζουν λιγότερο τους τακτικούς καταναλωτές του καφέ από τους περιστασιακούς.
Η καφεΐνη έχει πολλές άλλες οξείες επιδράσεις. Διεγείρει την παραγωγή κορτιζόλης και αδρεναλίνης, τα οποία προκαλούν αύξηση στην πίεση αίματος και τον καρδιακό ρυθμό. Έχει επίσης διουρητικές επιδράσεις, καθώς προκαλεί βρογχική χαλάρωση, αυξάνει την παραγωγή γαστρικού οξέος και αυξάνει τον μεταβολικό ρυθμό.
Καρδιά, καρκίνος, πίεση του αίματος και διαβήτης
Για αρκετές δεκαετίες, η καφεΐνη ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για τις έρευνες αναφορικά με τις καρδιαγγειακές παθήσεις, επειδή συνδεόταν πιθανώς με αλλαγές στα λιπίδια του αίματος, με την πίεση του αίματος και με την αρρυθμία της καρδιάς. Η μέτρια κατανάλωση καφεΐνης, απουσία κάποιου ιατρικού προβλήματος, συνήθως δεν συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων.Αν και η κατανάλωση καφεΐνης έχει θεωρηθεί κατά τη διάρκεια αρκετών δεκαετιών ότι αυξάνει την πίεση του αίματος, πιο πρόσφατες κλινικές και εργαστηριακές μελέτες δεν έξειξαν ότι τα συνήθη επίπεδα κατανάλωσης έχουν κάποια επίδραση. Παρά τις αποκλίσεις των αποτελεσμάτων, αντιδράσεις αυξημένης πίεσης αίματος έχουν αναφερθεί συχνότερα σε άτομα μη συνηθισμένα στην καφεΐνη, σε νεότερα άτομα και μετά από πολύ υψηλές προσλήψεις. Ελλείψει οριστικών επιστημονικών στοιχείων, σε άτομα που πάσχουν ήδη από υπέρταση συστήνεται να μην καταναλώνουν πολλή καφεΐνη.
Οι μελέτες, κυρίως από τις χώρες της Σκανδιναβίας, έχουν δείξει ότι ο καφές μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα ολικής και LDL-χοληστερόλης (κακή χοληστερίνη). Αυτή η επίδραση φαίνεται να περιορίζεται στον βρασμένο και όχι στον φιλτραρισμένο, καφέ (ο φιλτραρισμένος, ο διηθημένος ή ο στιγμιαίος καφές δεν αυξάνουν τη χοληστερίνη του αίματος). Αυτή η επίδραση φαίνεται να προκαλείται από κάποια συστατικά του καφέ, καλούμενα ως διτερπένια, που υπάρχουν σε υψηλότερες ποσότητες σε κάποιες ποικιλίες κόκκων καφέ, αλλά αφαιρούνται με το φιλτράρισμα. Δηλαδή η αύξηση της χοληστερίνης οφείλεται στα διτερπένια του καφέ και όχι στην καφεινη.
healthyliving.gr
<< Αρχική σελίδα