Μ. Κουμανταρέας: «ο κόσμος δε μπορεί να ζήσει επ’ άπειρον χωρίς ιδεολογία»
Ο Μένης Κουμανταρέας στο μυθιστόρημά του «Θάνατος στο Bαλπαραϊζο» (εκδ. Πατάκη) μας δίνει το φανταστικό πορτρέτο του αμφιλεγόμενου ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας Έριχ Χόνεκερ, «φωτογραφίζοντας» τις τελευταίες στιγμές του στη Χιλή, όπου κατέφυγε αυτοεξόριστος.
Συνήθως, όταν μια ιστορική προσωπικότητα εμπνέει έναν συγγραφέα, αναμένουμε μια τυπική μυθιστορηματική βιογραφία. Όμως το νέο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα «Θάνατος στο Βαλπαραϊζο» (εκδ. Πατάκη) όχι μόνο δεν μπορεί να δεχτεί μια τέτοιου είδους εύκολη «ταμπέλα» και κατηγοριοποίηση αλλά φλερτάρει με πολλά λογοτεχνικά είδη, αιφνιδιάζοντας τον αναγνώστη.Υπαρξιακό δράμα, κατασκοπικό θρίλερ ή πολιτικό μυθιστόρημα; Η αφήγηση του Μένη Κουμανταρέα δανείζεται στοιχεία από το κάθε είδος, όμως, όπως μας τονίζει ο ίδιος : «Δεν έχω προσχωρήσει σε κανένα, επειδή δε μου αρέσουν οι συνταγές. Και ούτε φιλοδοξούσα να γράψω κατασκοπικό μυθιστόρημα, ή ένα καθαρόαιμο θρίλερ ή ένα πολιτικό μυθιστόρημα, διότι το υπαρξιακό δράμα είναι παρόν και σκιάζει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική περίμετρο».
Αναμνήσεις από το Βερολίνο μιας άλλης εποχής
Ο Έριχ Χόνεκερ, ο τελευταίος ηγέτης της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, δικάστηκε, φυλακίστηκε για σύντομο διάστημα (αποφυλακίστηκε για λόγους υγείας) και τελείωσε τον ταραγμένο πολιτικό βίο του αυτοεξόριστος στη Χιλή, μαζί με τη σύζυγό του Μαργκότ. Πώς αποφάσισε ο Μένης Κουμανταρέας να επιλέξει αυτόν τον αμφιλεγόμενο ηγέτη; «Δεν επέλεξα τον Έριχ Χόνεκερ επειδή ήταν αμφιλεγόμενος, αλλά γιατί ήταν ο τελευταίος ηγέτης της λαοκρατικής Γερμανίας. Ήταν δηλαδή ανάμεσα στους εκπροσώπους ενός κόσμου ο οποίος επρόκειτο να καταρρεύσει.
Τη δεκαετία του εβδομήντα, όταν ήμουν υπότροφος στο δυτικό Βερολίνο, επισκεπτόμουν τακτικά το ανατολικό Βερολίνο. Εκεί έβλεπα πώς ήταν η ζωή, με τα υπέρ και τα κατά. Στα υπέρ ήταν ότι υπήρχαν εξαιρετικά πολιτιστικά γεγονότα, τα βιβλία και οι δίσκοι ήταν πολύ φθηνοί. Οι τιμές στο θέατρο δεν ήταν απαγορευτικές. Από την άλλη πλευρά βεβαίως, υπήρχε έλλειψη ελευθερίας στο να κινηθεί κανείς, να πει τη γνώμη του ή να ταξιδέψει έξω από τα όρια. Ήταν διχασμένη πολιτεία, κι αυτό μου είχε προξενήσει μεγάλη εντύπωση, οπότε αποφάσισα κατά κάποιο τρόπο να ασχοληθώ με αυτό. Όμως την τελική απόφαση για να ασχοληθώ με τον Έριχ Χόνεκερ την πήρα, μόλις διάβασα ότι αυτός ο άνθρωπος φυλακίστηκε από τους συμπατριώτες του ξανά στην ίδια φυλακή, όπου τον είχαν ρίξει τα SS και ο Χίτλερ», απαντάει ο συγγραφέας. Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο. Οι πρώτες απόπειρες συγγραφής του βιβλίου έγιναν πριν δέκα χρόνια, όπως μας αποκαλύπτει ο ίδιος και κάποιες στιγμές νόμιζε ότι δεν θα το τελείωνε ποτέ: «Το άφησα γιατί φοβήθηκα. Μου φαινόταν ότι το να ασχοληθώ με έναν ηγέτη, ήταν λίγο βαρύ για την ως τότε συγγραφική μου επάρκεια, ότι με ξεπερνούσε. Ωστόσο σιγά- σιγά το συζητούσα με φίλους και τους διάβαζα τις διάφορες μορφές του μυθιστορήματος. Τελικά πέρσι το καλοκαίρι στο Ξυλόκαστρο όπου παραθερίζω, έκανα την τελική έφοδο: πέταξα πολλά πράγματα και πρόσθεσα άλλα τόσα».
![]() |
Η «Μαύρη πεταλούδα» του φασισμού
![]() |
![]() |
Ο Έριχ Χόνεκερ, παρότι βρίσκεται στα τελευταία στάδια της ασθένειάς του, δεν διστάζει να ξαναμπεί στην περιπέτεια της ζωής. Όπως τονίζει ο Μένης Κουμανταρέας: «Ο θάνατος μας ωθεί να κερδίσουμε το διάστημα που χάσαμε κατά τη διάρκεια της ζωής και μας βιάζει να δώσουμε άμεσες λύσεις στα προβλήματα.
Μας οπλίζει με θάρρος να υπερασπιστούμε όσα υπερασπιζόμασταν μια ζωή. Γιατί δηλαδή η ασθένεια να αποτελεί εμπόδιο; Όταν άρχισα να γράφω το μυθιστόρημα ήξερα το θέμα μόνο απέξω αλλά στο διάστημα των δύο τελευταίων ετών μπαινόβγαινα στα νοσοκομεία κι είχα χημειοθεραπείες-( όχι ακριβώς για καρκίνο αλλά για συγγενικού τύπου πρόβλημα).Οπότε όταν ξαναέγραψα το μυθιστόρημα μού ήταν πολύ πιο οικείο το μέρος του πόνου και της αντιμετώπισης της ασθένειας».
Ο τελευταίος έρωτας του Χόνεκερ
Ο Έριχ Χόνεκερ, ζει το τελευταίο του μεγάλο πάθος και δηλώνει πως «ο έρωτας έχει πολύ μεγαλύτερο μερίδιο στη ζωή των ανθρώπων από ότι οι ίδιοι παραδέχονται». Τι ρόλο έπαιξε όμως ο έρωτας και στη δημιουργική φλόγα του Μένη Κουμανταρέα; «Πάρα πολύ μεγάλο, διότι ο συγγραφέας πρέπει να ερωτευτεί τους ήρωές του, είτε είναι καλοί είτε κακοί.
Κι επιπλέον, μου αρέσει να βλέπω διάφορα πρόσωπα, πιθανώς να τα ερωτεύομαι για ένα διάστημα ή να γίνομαι φίλος μαζί τους. Γενικά με ωθεί η περιέργεια μου να συμμετέχω σε μια ζωή που δεν είναι δική μου. Αυτό είναι βασικό σε ένα συγγραφέα: συμμετέχει και σε ζωές που δεν είναι δικές του, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μπορεί στα μυθιστορήματά του να υπεισέρχεται και η δική του ζωή. Έχω βάλει πράγματα από τη δική μου προσωπικότητα στο μυθιστόρημα, είναι αδύνατο να μη γίνει αυτό, παρότι το, "Θάνατος στο Bαλπαραϊζο" δεν είναι αυτοβιογραφικό». Όσο για τον ήρωά του, ο οποίος εμπιστεύεται στην γοητευτική δόνα Κοντσέτα ορισμένες σκηνές της προσωπικής του ζωής: «Δικαιολογώ απόλυτα τον Χόνεκερ, ότι μπορεί μέσα στην πλήξη μιας συγκέντρωσης με πολιτικούς του ανατολικού μπλοκ στη Σόφια να βρει μια πόρνη και να συγκινηθεί από αυτή. Υπάρχουν πράγματα που δίνουν αρκετό χρώμα και σημασία στη ζωή ενός ανθρώπου. Άλλο αν η αστική ζωή τα σκεπάζει, τα κουκουλώνει ή τα απωθεί. Το ερωτικό στοιχείο παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στους ανθρώπους, από τους πιο απλούς-αυτούς που δεν υποπτευόμαστε ότι μπορεί να υπόκεινται- μέχρι τους πιο μεγάλους- που και πάλι θεωρούμε ότι αυτοί είναι πάρα πολύ απασχολημένοι. Βεβαίως υπάρχουν κι εκείνοι που ο πλούτος ή ο μηχανικός τρόπος ζωής του, τους κάνει να προσπαθούν να αγνοήσουν τον κίνδυνο ή να απολαμβάνουν τον έρωτα επιδερμικά-όπως ο Μπερλουσκόνι, φαντάζομαι».
Ταξιδεύοντας με τα φτερά της φαντασίας
Η τοπιογραφία του μυθιστορήματος είναι ιδιαίτερα καθηλωτική. Έχοντας κερδίσει τον τίτλο του «αθηναιογράφου»- παρότι δεν τον ενθουσιάζει –«ο αθηναιογράφος έχει και μια φολκλορική, λαογραφική απόχρωση. Τι θ α πει Αθηναιογράφος; Εδώ ζω, στην Αθήνα γεννήθηκα, δεν έχω απομακρυνθεί και πολλές φορές, εδώ είναι η έμπνευσή μου» μας δηλώνει-ο Μένης Κουμανταρέας μας ταξιδεύει με τα πανιά της φαντασίας μέχρι το Βαλπαραϊζο. «Πριν καν σκεφτώ το μυθιστόρημα είχα δει ένα υπέροχο ασπρόμαυρο ντοκιμαντέρ του Λουίς Μπουνιουέλ, και μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση το Bαλπαραϊζο. Παιδεύτηκα πολύ για να το περιγράψω όπως ήθελα. Να είναι δηλαδή ακριβής η περιγραφή μέχρι ενός σημείου αλλά συγχρόνως να πετάει και με τα φτερά της φαντασίας». Ωστόσο δεν έχει καμία περιέργεια πλέον να το επισκεφθεί: «το έχω ζήσει στα χαρτιά μου. Ό,τι και να δω τώρα από κοντά- εκτός του ότι είναι πολύ μακριά για μένα στην ηλικία μου- δε με νοιάζει». Η αλήθεια είναι ότι η πραγματικότητα είναι συνήθως κατώτερη της φαντασίας…
Πληροφορίες: «Θάνατος στο Βαλπαραϊζο» του Μένη Κουμανταρέα, εκδ. Πατάκη.
ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ
<< Αρχική σελίδα