Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Μ. Κουμανταρέας: «ο κόσμος δε μπορεί να ζήσει επ’ άπειρον χωρίς ιδεολογία»

Ο Μένης Κουμανταρέας στο μυθιστόρημά του «Θάνατος στο Bαλπαραϊζο» (εκδ. Πατάκη) μας δίνει το φανταστικό πορτρέτο του αμφιλεγόμενου ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας Έριχ Χόνεκερ, «φωτογραφίζοντας» τις τελευταίες στιγμές του στη Χιλή, όπου κατέφυγε αυτοεξόριστος.

Συνήθως, όταν μια ιστορική προσωπικότητα εμπνέει έναν συγγραφέα, αναμένουμε μια τυπική μυθιστορηματική βιογραφία. Όμως το νέο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα «Θάνατος στο Βαλπαραϊζο» (εκδ. Πατάκη) όχι μόνο δεν μπορεί να δεχτεί μια τέτοιου είδους εύκολη «ταμπέλα» και κατηγοριοποίηση αλλά φλερτάρει με πολλά λογοτεχνικά είδη, αιφνιδιάζοντας τον αναγνώστη.
Υπαρξιακό δράμα, κατασκοπικό θρίλερ ή πολιτικό μυθιστόρημα; Η αφήγηση του Μένη Κουμανταρέα δανείζεται στοιχεία από το κάθε είδος, όμως, όπως μας τονίζει ο ίδιος : «Δεν έχω προσχωρήσει σε κανένα, επειδή δε μου αρέσουν οι συνταγές. Και ούτε φιλοδοξούσα να γράψω κατασκοπικό μυθιστόρημα, ή ένα καθαρόαιμο θρίλερ ή ένα πολιτικό μυθιστόρημα, διότι το υπαρξιακό δράμα είναι παρόν και σκιάζει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική περίμετρο».
Αναμνήσεις από το Βερολίνο μιας άλλης εποχής
Ο Έριχ Χόνεκερ, ο τελευταίος ηγέτης της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, δικάστηκε, φυλακίστηκε για σύντομο διάστημα (αποφυλακίστηκε για λόγους υγείας) και τελείωσε τον ταραγμένο πολιτικό βίο του αυτοεξόριστος στη Χιλή, μαζί με τη σύζυγό του Μαργκότ. Πώς αποφάσισε ο Μένης Κουμανταρέας να επιλέξει αυτόν τον αμφιλεγόμενο ηγέτη; «Δεν επέλεξα τον Έριχ Χόνεκερ επειδή ήταν αμφιλεγόμενος, αλλά γιατί ήταν ο τελευταίος ηγέτης της λαοκρατικής Γερμανίας. Ήταν δηλαδή ανάμεσα στους εκπροσώπους ενός κόσμου ο οποίος επρόκειτο να καταρρεύσει.
Τη δεκαετία του εβδομήντα, όταν ήμουν υπότροφος στο δυτικό Βερολίνο, επισκεπτόμουν τακτικά το ανατολικό Βερολίνο. Εκεί έβλεπα πώς ήταν η ζωή, με τα υπέρ και τα κατά. Στα υπέρ ήταν ότι υπήρχαν εξαιρετικά πολιτιστικά γεγονότα, τα βιβλία και οι δίσκοι ήταν πολύ φθηνοί. Οι τιμές στο θέατρο δεν ήταν απαγορευτικές. Από την άλλη πλευρά βεβαίως, υπήρχε έλλειψη ελευθερίας στο να κινηθεί κανείς, να πει τη γνώμη του ή να ταξιδέψει έξω από τα όρια. Ήταν διχασμένη πολιτεία, κι αυτό μου είχε προξενήσει μεγάλη εντύπωση, οπότε αποφάσισα κατά κάποιο τρόπο να ασχοληθώ με αυτό. Όμως την τελική απόφαση για να ασχοληθώ με τον Έριχ Χόνεκερ την πήρα, μόλις διάβασα ότι αυτός ο άνθρωπος φυλακίστηκε από τους συμπατριώτες του ξανά στην ίδια φυλακή, όπου τον είχαν ρίξει τα SS και ο Χίτλερ», απαντάει ο συγγραφέας. Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο. Οι πρώτες απόπειρες συγγραφής του βιβλίου έγιναν πριν δέκα χρόνια, όπως μας αποκαλύπτει ο ίδιος και κάποιες στιγμές νόμιζε ότι δεν θα το τελείωνε ποτέ: «Το άφησα γιατί φοβήθηκα. Μου φαινόταν ότι το να ασχοληθώ με έναν ηγέτη, ήταν λίγο βαρύ για την ως τότε συγγραφική μου επάρκεια, ότι με ξεπερνούσε. Ωστόσο σιγά- σιγά το συζητούσα με φίλους και τους διάβαζα τις διάφορες μορφές του μυθιστορήματος. Τελικά πέρσι το καλοκαίρι στο Ξυλόκαστρο όπου παραθερίζω, έκανα την τελική έφοδο: πέταξα πολλά πράγματα και πρόσθεσα άλλα τόσα».

Ο Έριχ Χόνεκερ στη μυθιστορηματική καταγραφή του Κουμανταρέα, βρίσκεται στα τελευταία στάδια του καρκίνου και καταθέτει την τελευταία του εξομολόγηση-αμετανόητος πάντα- σε έναν Έλληνα ψυχίατρο που προσφέρει τις υπηρεσίες του σε μια κλινική του Σαντιάγο. Ο έκπτωτος ηγέτης υπερασπίζεται με πάθος τα πεπραγμένα του, προφητεύει την έλευση μιας γερμανικής Ευρώπης, αποκαλύπτει τα τελευταία ερωτικά του σκιρτήματα με μια αινιγματική εταίρα και προσκαλεί το γιατρό να συμμετάσχει σε ένα περίεργο σχέδιο αποτροπής της αναβίωσης του νεοναζισμού. Συμμερίζεται ο Μένης Κουμανταρέας τους φόβους του ήρωά του για μια «γερμανική Ευρώπη»; «Η περίοδος που βιώνουμε, με τη Γερμανία στο τιμόνι της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης, οπωσδήποτε ρίχνει μια τέτοια σκιά. Όχι ότι θα γυρίσουμε σε ένα ναζιστικό κόσμο αλλά στο ότι μπορεί η Ευρώπη να είναι γερμανοκρατούμενη. Και προς το παρόν νομίζω ότι αυτό ισχύει. Οι συνέπειες είναι μια άλλου είδους φίμωση των λαών, κυρίως αυτών του Νότου. Μια οικονομική αυτοκρατορία καταδυναστεύει τους ανθρώπους-που είναι και από τη γεωγραφική τους θέση- φτωχότεροι και πιο αδύναμοι», απαντάει.
Η «Μαύρη πεταλούδα» του φασισμού

Στο μυθιστόρημα τα νήματα κινεί στα παρασκήνια ο Φέλζενσταϊν, νοσταλγός του ναζισμού, ο οποίος επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τον αδύναμο και βαριά άρρωστο Χόνεκερ στα σκοτεινά του σχέδια για προπαγανδιστικούς λόγους. Η απειλή της ανόδου του φασισμού βαραίνει στα πρόσωπα του έργου. Και για όσους αναρωτιούνται για τη σύνδεση ορισμένων πτυχών της πλοκής με την τρέχουσα επικαιρότητα, ο Κουμανταρέας είναι αποκαλυπτικός: «Φανταστείτε ότι αυτήν την παράμετρο του μυθιστορήματος, την είχα κατά κάποιο τρόπο διαγράψει και προ-ειπεί πολύ πριν εμφανιστούν εδώ τα φαινόμενα της Χρυσής Αυγής. Όμως στη Γερμανία -κυρίως στην ανατολική Γερμανία- η αναβίωση του ναζισμού ήταν εμφανής. Το είχα διαπιστώσει όταν άρχισα να γράφω αυτό το μυθιστόρημά μου, περίπου πριν δέκα χρόνια». Ο φασισμός αποκτά την κωδική ονομασία της «Μαύρης Πεταλούδας» στο βιβλίο. Και πολλοί πλέον πιστεύουν ότι φτερουγίζει και στον ελληνικό ουρανό… Όταν το επισημαίνω στον Μένη Κουμανταρέα, αυτός σχολιάζει χαρακτηριστικά: «η «Μαύρη πεταλούδα» φτερουγίζει την αυγή και βάφεται χρυσή. Η αναβίωση του φασισμού στηρίζεται πάνω στις αδυναμίες της δημοκρατικής διακυβέρνησης και τα λάθη των προηγούμενων ετών». Δεν παραλείπει να αναφερθεί και στον υπόγειο φασισμό: «υπάρχει στη ζωή μας, στη σχέση με τους φίλους μας ακόμα και στις οικογένειες. Θα έλεγα μάλιστα ότι ένας από τους ρόλους ενός συγγραφέα είναι να ξεσκεπάζει το ρομαντικό πέπλο που σκεπάζει αυτόν τον κρυφό φασισμό». Το ιδεολογικό κενό της εποχής μας μοιάζει να απασχολεί τον συγγραφέα. Σε ένα από τα αποσπάσματα του βιβλίου γράφει: «ο γερμανικός λαός είχε χορτάσει από Χίτλερ όπως και από κομμουνισμό. Γενικά στην Ευρώπη, ο κόσμος ήταν χορτασμένος από ιδεολογίες, του αρκούσε να είναι χορτάτος». Όταν τον ρωτάμε για το κατά πόσο οι ιδεολογίες μπορούν να επανέλθουν και πάλι στο προσκήνιο, επισημαίνει: «Οι ιδεολογίες διαμορφώνονται ανάλογα με τις εποχές. Η εποχή μας είναι πολύ ρευστή και αμφίρροπη ανάμεσα σε αυτό που ήταν και σε αυτό που θα είναι. Οπωσδήποτε ο κόσμος δε μπορεί να ζήσει επ’ άπειρον χωρίς ιδεολογία, αυτό δε θέλει συζήτηση. Και αν υπάρχει ένα έλλειμμα στο σημερινό κόσμο, είναι η έλλειψη ιδεολογίας».

Το υπαρξιακό δράμα
Ο Έριχ Χόνεκερ, παρότι βρίσκεται στα τελευταία στάδια της ασθένειάς του, δεν διστάζει να ξαναμπεί στην περιπέτεια της ζωής. Όπως τονίζει ο Μένης Κουμανταρέας: «Ο θάνατος μας ωθεί να κερδίσουμε το διάστημα που χάσαμε κατά τη διάρκεια της ζωής και μας βιάζει να δώσουμε άμεσες λύσεις στα προβλήματα.
Μας οπλίζει με θάρρος να υπερασπιστούμε όσα υπερασπιζόμασταν μια ζωή. Γιατί δηλαδή η ασθένεια να αποτελεί εμπόδιο; Όταν άρχισα να γράφω το μυθιστόρημα ήξερα το θέμα μόνο απέξω αλλά στο διάστημα των δύο τελευταίων ετών μπαινόβγαινα στα νοσοκομεία κι είχα χημειοθεραπείες-( όχι ακριβώς για καρκίνο αλλά για συγγενικού τύπου πρόβλημα).Οπότε όταν ξαναέγραψα το μυθιστόρημα μού ήταν πολύ πιο οικείο το μέρος του πόνου και της αντιμετώπισης της ασθένειας».
Ο τελευταίος έρωτας του Χόνεκερ
Ο Έριχ Χόνεκερ, ζει το τελευταίο του μεγάλο πάθος και δηλώνει πως «ο έρωτας έχει πολύ μεγαλύτερο μερίδιο στη ζωή των ανθρώπων από ότι οι ίδιοι παραδέχονται». Τι ρόλο έπαιξε όμως ο έρωτας και στη δημιουργική φλόγα του Μένη Κουμανταρέα; «Πάρα πολύ μεγάλο, διότι ο συγγραφέας πρέπει να ερωτευτεί τους ήρωές του, είτε είναι καλοί είτε κακοί.
Κι επιπλέον, μου αρέσει να βλέπω διάφορα πρόσωπα, πιθανώς να τα ερωτεύομαι για ένα διάστημα ή να γίνομαι φίλος μαζί τους. Γενικά με ωθεί η περιέργεια μου να συμμετέχω σε μια ζωή που δεν είναι δική μου. Αυτό είναι βασικό σε ένα συγγραφέα: συμμετέχει και σε ζωές που δεν είναι δικές του, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μπορεί στα μυθιστορήματά του να υπεισέρχεται και η δική του ζωή. Έχω βάλει πράγματα από τη δική μου προσωπικότητα στο μυθιστόρημα, είναι αδύνατο να μη γίνει αυτό, παρότι το, "Θάνατος στο Bαλπαραϊζο" δεν είναι αυτοβιογραφικό». Όσο για τον ήρωά του, ο οποίος εμπιστεύεται στην γοητευτική δόνα Κοντσέτα ορισμένες σκηνές της προσωπικής του ζωής: «Δικαιολογώ απόλυτα τον Χόνεκερ, ότι μπορεί μέσα στην πλήξη μιας συγκέντρωσης με πολιτικούς του ανατολικού μπλοκ στη Σόφια να βρει μια πόρνη και να συγκινηθεί από αυτή. Υπάρχουν πράγματα που δίνουν αρκετό χρώμα και σημασία στη ζωή ενός ανθρώπου. Άλλο αν η αστική ζωή τα σκεπάζει, τα κουκουλώνει ή τα απωθεί. Το ερωτικό στοιχείο παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στους ανθρώπους, από τους πιο απλούς-αυτούς που δεν υποπτευόμαστε ότι μπορεί να υπόκεινται- μέχρι τους πιο μεγάλους- που και πάλι θεωρούμε ότι αυτοί είναι πάρα πολύ απασχολημένοι. Βεβαίως υπάρχουν κι εκείνοι που ο πλούτος ή ο μηχανικός τρόπος ζωής του, τους κάνει να προσπαθούν να αγνοήσουν τον κίνδυνο ή να απολαμβάνουν τον έρωτα επιδερμικά-όπως ο Μπερλουσκόνι, φαντάζομαι».
Ταξιδεύοντας με τα φτερά της φαντασίας
Η τοπιογραφία του μυθιστορήματος είναι ιδιαίτερα καθηλωτική. Έχοντας κερδίσει τον τίτλο του «αθηναιογράφου»- παρότι δεν τον ενθουσιάζει –«ο αθηναιογράφος έχει και μια φολκλορική, λαογραφική απόχρωση. Τι θ α πει Αθηναιογράφος; Εδώ ζω, στην Αθήνα γεννήθηκα, δεν έχω απομακρυνθεί και πολλές φορές, εδώ είναι η έμπνευσή μου» μας δηλώνει-ο Μένης Κουμανταρέας μας ταξιδεύει με τα πανιά της φαντασίας μέχρι το Βαλπαραϊζο. «Πριν καν σκεφτώ το μυθιστόρημα είχα δει ένα υπέροχο ασπρόμαυρο ντοκιμαντέρ του Λουίς Μπουνιουέλ, και μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση το Bαλπαραϊζο. Παιδεύτηκα πολύ για να το περιγράψω όπως ήθελα. Να είναι δηλαδή ακριβής η περιγραφή μέχρι ενός σημείου αλλά συγχρόνως να πετάει και με τα φτερά της φαντασίας». Ωστόσο δεν έχει καμία περιέργεια πλέον να το επισκεφθεί: «το έχω ζήσει στα χαρτιά μου. Ό,τι και να δω τώρα από κοντά- εκτός του ότι είναι πολύ μακριά για μένα στην ηλικία μου- δε με νοιάζει». Η αλήθεια είναι ότι η πραγματικότητα είναι συνήθως κατώτερη της φαντασίας…
Πληροφορίες: «Θάνατος στο Βαλπαραϊζο» του Μένη Κουμανταρέα, εκδ. Πατάκη.
ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ



click@Life