Η μάχη του Μαντζικέρτ που σήμανε την αρχή του τέλους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (ΦΩΤΟ)
Το Μαντζικέρτ είναι πόλη της Ανατολικής Τουρκίας, κοντά στη λίμνη Βαν. Στα βυζαντινά χρόνια, είχε μεγάλη
σημασία για την αυτοκρατορία. Η στρατηγική θέση της για την άμυνα του
Βυζαντίου
ενισχύθηκε με την εξαιρετική οχύρωση και την αξιόμαχη φρουρά της.
Υπήρξε στόχος των διαφόρων εχθρών του Βυζαντίου, ιδιαίτερα των Σελτζούκων Τούρκων κατά τον 11ο αιώνα. Προσπάθησαν να καταλάβουν την πόλη στα χρόνια του Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου (1042-1054), αλλά νικήθηκαν από τη φρουρά της πόλης έχοντας βαριές απώλειες. Ωστόσο, επανήλθαν. Ο σουλτάνος Αλπ Αρσλάν, μετά από αλλεπάλληλες στρατιωτικές επιτυχίες, κατέλαβε την πόλη Ανί (αρχαία πρωτεύουσα της Αρμενίας, η οποία καταστράφηκε από σεισμό το 1319 και μετά από συνεχείς προσπάθειες και το φρούριο του Μαντζικέρτ, το 1070. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, εκείνη τη χρονική περίοδο (1068-1071), ήταν ο Ρωμανός Δ’ Διογένης.
Ο ΡΩΜΑΝΟΣ Δ’ ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Καππαδοκίας. Είχε διακριθεί για τις εξαιρετικές στρατηγικές του ικανότητες και τη γενναιότητά του, ιδιαίτερα στις εκστρατείες εναντίον των Πετσενέγκων (Πατζινακών). Μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι’, η χήρα του, Ευδοκία, τον επέλεξε ως σύζυγό της, μετά τις εισηγήσεις των συμβούλων της. Στέφθηκε αυτοκράτορας την Πρωτοχρονιά του 1068. Ήταν γύρω στα 45, ωραίος και με εντυπωσιακό παράστημα.
Ήταν θαρραλέος, ευγενικός, αλλά και λίγο υπερόπτης. Το επίθετο Διογένης ίσως ήταν παραλλαγή του Διγενής. Από την αρχή της ανάληψης των καθηκόντων του, είχε να αντιμετωπίσει πολλά ανοιχτά ζητήματα, τα κυριότερα απ’ αυτά ήταν η εχθρότητα της οικογένειας Δούκα, που ένιωθε αδικημένη, γιατί θεωρούσε ότι έπρεπε κάποιο μέλος της να ανέβει στον θρόνο και η στάση του θεολόγου, φιλοσόφου και πολιτικού Μιχαήλ Ψελλού, ο οποίος στα χρόνια της βασιλείας του παλιού του συμμαθητή Κωνσταντίνου Ι’, αναδείχτηκε «παραδυναστεύων τω βασιλεί». Με την άνοδο του Ρωμανού στον θρόνο, προτίμησε να κρυφτεί σε ένα μοναστήρι, παρά να βοηθήσει το νέο αυτοκράτορα.
Ο Ρωμανός ξεκίνησε τη βασιλεία του με δύο χρόνια εκστρατειών στην Ανατολή, όπου είχε να αντιμετωπίσει, εκτός από τους Σελτζούκους και προβλήματα στις τάξεις του στρατού, που είχε φθάσει στα όρια της ανταρσίας.
Οι εκστρατείες του Ρωμανού στη Μικρά Ασία το 1068 και το 1069 δεν κατάφεραν παρά μόνο την ανάκτηση της Ιεράπολης. Αντίθετα, στο ίδιο χρονικό διάστημα, λεηλατήθηκαν από τους Σελτζούκους η Νεοκαισάρεια, το Αμόριο και το Ικόνιο.
Αφού υπόγραψε μια εύθραυστη εκεχειρία με τον Αλπ-Αρσλάν, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και φρόντισε να καταβληθούν χρήματα από τα οφειλόμενα στους στρατιώτες και να εκπαιδευτούν νέες μονάδες. Έτσι, συγκέντρωσε περίπου 70.000 στρατιώτες για μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Σελτζούκων, που θα οδηγούσε τελικά στην απομάκρυνσή τους από την Ανατολία. Την Κυριακή της Ορθοδοξίας, 13 Μαρτίου 1071, ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη γι’ αυτή τη μακρινή και δύσκολη εκστρατεία.
Να σημειώσουμε ότι ο Ρωμανός είχε εμπειρία στα στρατιωτικά ζητήματα, αλλά είχε ένα σοβαρό μειονέκτημα: την έλλειψη θεωρητικής κατάρτισης, που αποδείχτηκε σημαντικό μειονέκτημα.
Μετά από μελέτη διαφόρων σχεδίων, ο Ρωμανός και οι επιτελείς του αποφάσισαν να επιτεθούν στα βάθη των εδαφών που κατείχαν οι Σελτζούκοι.
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
Η εκστρατεία του Ρωμανού ξεκίνησε με προβλήματα. Άφησε πίσω του στην Κωνσταντινούπολη τον έμπειρο αξιωματικό Νικηφόρο Βοτανειάτη, επειδή τον υποψιαζόταν για προδοσία, και προτίμησε να πάρει μαζί του τον Ανδρόνικο Δούκα, πρωτότοκο γιο του Ιωάννη Δούκα, ενός από τους αντιπάλους του για τον θρόνο. Οι δύο ανώτατοι στρατηγοί ήταν ο Ιωσήφ Ταρχανειώτης, διοικητής της ανατολικής πτέρυγας του στρατού, και ο μάγιστρος Νικηφόρος Βρυέννιος, διοικητής της δυτικής πτέρυγας.
Επίσης, ένας Νορμανδός ιππότης, ο Ρουσέλιος ο Φραγκόπουλος, ήταν επικεφαλής ενός αποσπάσματος περίπου 500 «αιμοδιψών και απείθαρχων» Φράγκων μισθοφόρων, ενώ ως αντίπαλοι του ιππικού των Σελτζούκων υπηρετούσε μια ετερόκλητη ομάδα από Ογούζους, Τούρκους και Πετσενέγκους. Στην εκστρατεία πήρε μέρος ως ανώτατος στρατοδίκης ο αξιωματικός και συγγραφέας Μιχαήλ Ατταλειάτης, το έργο του οποίου αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή μας για την εκστρατεία αυτή.
Παράλληλα, ο Ρωμανός άρχισε να γίνεται όλο και πιο απόμακρος από τους στρατιώτες του. Έχοντας πολυτελή εξοπλισμό και εφόδια για τη δική του καλοπέραση, έδειχνε σαν να μην νοιάζεται καθόλου για τις κακουχίες που περνούσαν οι άνδρες του.
Στη διάρκεια της πορείας από τον Άλη ποταμό μέχρι τη Σεβάστεια, η φρουρά του Ρωμανού, την οποία αποτελούσαν Γερμανοί μισθοφόροι, οι Νεμιτζοί, υπέστησαν απώλειες από τον τοπικό πληθυσμό, καθώς λεηλατούσαν τις περιουσίες τους. Για να τους τιμωρήσει, τους έστειλε σε άλλη αποστολή, μακριά από τον χώρο της εκστρατείας.
Αλλά και στα μετόπισθεν ο Ρωμανός είχε αφήσει αξιόλογες δυνάμεις. Ένα απόσπασμα Βαράγγων στην Κωνσταντινούπολη κι ένα άλλο απόσπασμα Φράγκων ιπποτών, υπό τον Κρισπίνο στην Άβυδο. Στα δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας, ελλόχευε ο κίνδυνος επιθέσεων από τους Νορμανδούς και τους Ούγγρους, οπότε οι Νεμιτζοί ίσως στάλθηκαν εκεί.
Επιστρέφουμε στην εξιστόρηση της εκστρατείας.
Το τελικό σχέδιο των Βυζαντινών ήταν να καταλάβουν το Μαντζικέρτ και το Χλιάτ, μια πόλη νοτιότερα, κοντά στη λίμνη Βαν.
Εν τω μεταξύ, ο Αλπ-Αρσλάν κατευθυνόταν από την Παλαιστίνη στο Χαλέπι, καθώς οι Βυζαντινοί διέσχιζαν την Καππαδοκία με κατεύθυνση τη Θεοδοσιούπολη. Εκεί (στο Χαλέπι) τον συνάντησαν Βυζαντινοί πρεσβευτές με επικεφαλής τον Λέοντα Διαβατηνό και του διαμήνυσαν ότι ο Ρωμανός θα ξεκινούσε πόλεμο εναντίον του. Ο Αλπ-Αρσλάν έφυγε εσπευσμένα από το Χαλέπι μετά το γεγονός αυτό. Κατευθύνθηκε αρχικά προς τη Μοσούλη, έκανε μια στάση στην Άμιδα και κατέληξε στη Ματιανή Λίμνη (σημ. Urmia του Ιράν). Τελικά έφτασε περίπου 160 χλμ. ανατολικά των βυζαντινών δυνάμεων, επικεφαλής μιας δύναμης ιππικού 30.000 ανδρών και οι ανιχνευτές του παρακολουθούσαν συνεχώς τις κινήσεις των δυνάμεων του Ρωμανού…
ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΠΡΙΝ ΤΗ ΜΑΧΗ
Οι βυζαντινές δυνάμεις έφτασαν στη Θεοδοσιούπολη (σήμερα Ερζερούμ). Τα στρατεύματα πήραν εντολή να συλλέξουν εφόδια για δύο μήνες. Μια σημαντική δύναμη Πετσενέγκων συμμάχων μαζί με τους Φράγκους υπό τον Ρουσέλ, πήραν εντολή να κατευθυνθούν προς το Χλιάτ, το οποίο ο Ρωμανός θεωρούσε δυσκολότερο από τους δύο αντικειμενικούς του στόχους.
Ο ίδιος με τα υπόλοιπα στρατεύματα κατευθύνθηκε προς το Μαντζικέρτ. Πριν όμως φτάσει εκεί, έστειλε άλλη μια σημαντική δύναμη, υπό τον Ταρχανειώτη, να ενισχύσει τους Πετσενέγκους και τους Φράγκους στην προσπάθεια κατάληψης του Χλιάτ.
Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, στις δυνάμεις του Ταρχανειώτη συμπεριλαμβανόταν η αφρόκρεμα του βυζαντινού στρατού, οι πιο εμπειροπόλεμες μονάδες, ανάμεσά τους και οι Βάραγγοι και ένα μεγάλο μέρος του αρμενικού πεζικού υπό τον δούκα της Θεοδοσιούπολης. Ο Ταρχανειώτης είναι μια ακόμα σκοτεινή μορφή εκείνης της περιόδου. Εικάζεται ότι ήταν άνθρωπος της οικογένειας Δούκα.
Όπως είδαμε παραπάνω, οι Σελτζούκοι είχαν φτάσει πολύ κοντά στα βυζαντινά στρατεύματα και παρακολουθούσαν τις κινήσεις τους. Αντίθετα, ο Ρωμανός και οι στρατηγοί του είχαν την εντύπωση ότι οι άνδρες του Αλπ-Αρσλάν (Ήρωας-Λιοντάρι) βρισκόταν ακόμα πολύ μακριά.
Έτσι, όταν οι δυνάμεις των Ρουσέλ και Ταρχανειώτη βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια σημαντική εχθρική δύναμη, αιφνιδιάστηκαν και ακολούθησαν αντίστροφη πορεία, προς τη Μελιτηνή του Ευφράτη, χωρίς να ενημερώσουν τον Ρωμανό που βρισκόταν λιγότερο από 70 χιλιόμετρα μακριά τους.
Τελικά, τα αξιόμαχα αυτά βυζαντινά στρατεύματα δεν είχαν καμιά συμμετοχή στη συνέχεια των επιχειρήσεων, πράγμα καθοριστικό για την πορεία τους. Ίσως ο Ταρχανειώτης θέλησε με τον τρόπο του αυτό να αντιδράσει στην πράγματι λανθασμένη απόφαση του Ρωμανού, να χωρίσει τον στρατό του σε δύο τμήματα.
Αγνοώντας λοιπόν τα γεγονότα αυτά ο αυτοκράτορας κινήθηκε προς το Μαντζικέρτ. Ο Βρυέννιος με τους άνδρες του κατέλαβε χωρίς μεγάλη δυσκολία το φρούριο της πόλης, αφήνοντας ελεύθερους τους μουσουλμάνους που το υπερασπίζονταν.
Αυτό συνέβη πιθανότατα την Πέμπτη, 24 Αυγούστου. Την ίδια μέρα, μια ομάδα Βυζαντινών στάλθηκε προς το Χλιάτ για να συλλέξει τρόφιμα. Έπεσε όμως σε ένα έφιππο απόσπασμα Σελτζούκων και εξολοθρεύτηκε. Ο Ρωμανός έστειλε τότε τον Βρυέννιο, ο οποίος σύντομα αναγκάστηκε να ζητήσει ενισχύσεις. Ενοχλημένος ο Ρωμανός, έστειλε ένα ακόμα απόσπασμα υπό τον Αρμένιο στρατηγό Βασιλάκιο. Αυτός, αγνοώντας το πώς να αντιμετωπίσει ευκίνητους έφιππους, έπεσε σε ενέδρα, τραυματίστηκε και αιχμαλωτίστηκε.
Τότε μόνο ο Ρωμανός κατάλαβε ότι οι Σελτζούκοι ήταν πολύ κοντά και όταν λίγο αργότερα έφτασε ένας άνδρας του Βασιλάκιου που είχε γλιτώσει από την ενέδρα, συνειδητοποίησε την πραγματικότητα.
Στα μέσα του απογεύματος της 24ης Αυγούστου, οι Σελτζούκοι επιτέθηκαν εναντίον των ανδρών του Βρυέννιου, ο οποίος, όμως, με ψυχραιμία οργάνωσε το στράτευμά του, τρέποντας τους εχθρούς σε άτακτη φυγή. Αν και πληγωμένος ο Βρυέννιος, συνήλθε γρήγορα και την επόμενη μέρα ήταν σε θέση να πολεμήσει.
Το ίδιο βράδυ, έγινε μια ακόμα «καταδρομική» επίθεση των Σελτζούκων εναντίον του στρατοπέδου των Βυζαντινών, χωρίς αποτέλεσμα. Την επόμενη μέρα, οι άνδρες του Ρωμανού απέκρουσαν ένα απόσπασμα Σελτζούκων που προσπάθησε να καταλάβει την όχθη του ποταμού (παραπόταμου του Μουράτ Σου), όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι Βυζαντινοί. Λίγο αργότερα, πολλοί Ογούζοι λιποτάκτησαν και εντάχθηκαν στις δυνάμεις των Σελτζούκων που ήταν μακρινά τους ξαδέρφια.
Αμέσως μετά έφτασε στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο πρεσβεία του Αλπ-Αρσλάν με επικεφαλής τον χαλίφη αλ-Μουχαλμπάν από τη Βαγδάτη με προτάσεις για διαπραγματεύσεις. Ο Ρωμανός θεωρώντας ότι οι Σελτζούκοι ήθελαν απλώς να κερδίσουν χρόνο, απέπεμψε τους πρέσβεις και έδωσε εντολή στον στρατό να κινηθεί κατά του εχθρού το πρωί της Παρασκευής, 26 Αυγούστου 1071.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΝΤΖΙΚΕΡΤ
Ο στρατός βάδισε σε δύο γραμμές βάθους 4-10 μέτρων η καθεμία, με δύο πτέρυγες να καλύπτουν τα πλευρά. Μπροστά πήγαινε έφιππος ο Ρωμανός με την αυτοκρατορική του φρουρά. Διοικητής της αριστερής πτέρυγας ήταν ο Θεόδωρος Βρυέννιος και της δεξιάς ο Θεόδωρος Αλυάττης. Μαζί του είχε και όσους Ογούζους και Πετσενέγκους δεν είχαν αυτομολήσει. Ο Ανδρόνικος Δούκας διοικούσε την οπισθοφυλακή. Η οργάνωση και το σχέδιο δεν ήταν άσχημα. Όμως δεν μπορεί να εξηγηθεί το γιατί ο Ρωμανός ξεκίνησε για τη μάχη ενώ του έλειπαν οι κατάφρακτοι άνδρες του Ταρχανειώτη.
Το έδαφος του πεδίου της μάχης ήταν επίπεδο και πετρώδες και εκτεινόταν από την πόλη του Μαντζικέρτ και το οχυρωμένο στρατόπεδο των Βυζαντινών δίπλα τους προς τα νότια και τα νοτιοανατολικά.
Ο Αλπ-Αρσλάν, που είχε παρατάξει τις δυνάμεις του σε σχήμα ημισελήνου, ανέγνωσε ένα μήνυμα του χαλίφη αλ-Καΐμ προς τα στρατεύματα, με το οποίο τα εξόρκιζε να πολεμήσουν για την πίστη του Αλλάχ, τη δικαιοσύνη των πιστών και τον παράδεισο των στρατιωτών. Ήταν, όπως αναφέραμε, Παρασκευή και οι μουσουλμάνοι μόλις είχαν ολοκληρώσει την προσευχή τους, όπως και οι Βυζαντινοί, οι οποίοι άκουσαν τον Ρωμανό να τους υπόσχεται οικονομικές, αλλά και πνευματικές ανταμοιβές και τους ιερείς τους να τους διαβεβαιώνουν για το δίκαιο του σκοπού τους.
Ο βυζαντινός στρατός άρχισε να προελαύνει με σταθερό βήμα και με τάξη. Οι Σελτζούκοι υποχωρούσαν, επίσης με τάξη, βάλλοντας με τόξα εναντίον των πτερύγων του βυζαντινού στρατού.
Ο Ρωμανός, με την «κεντρική γραμμή», συνέχιζε την πορεία του και στα μέσα του απογεύματος κατέλαβε το άδειο στρατόπεδο των Σελτζούκων. Ο αυτοκράτορας και οι άνδρες του ήταν πολύ κουρασμένοι, ενώ τα τρόφιμα και το νερό λιγόστευαν επικίνδυνα. Ο Βρυέννιος και ο Αλυάττης, έχοντας να αντιμετωπίσουν συνεχείς επιθέσεις με βέλη, είχαν μείνει πίσω, όπως και οι εφεδρείες του Ανδρόνικου Δούκα.
Κάποια στιγμή, αργά το απόγευμα, ο Ρωμανός αποφάσισε να κινηθεί προς το στρατόπεδό του. Ενώ όμως το κέντρο της παράταξης υποχωρούσε συντεταγμένα, κάποιοι αξιωματικοί και στρατιώτες της δεξιάς πτέρυγας εξέλαβαν εσφαλμένα το σήμα της υποχώρησης ως ένδειξη ότι ο αυτοκράτορας είχε σκοτωθεί στη μάχη.
Εκείνη τη στιγμή, οι Σελτζούκοι κατάφεραν ισχυρό πλήγμα στις δυνάμεις του Αλυάττη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την περικύκλωση των ανδρών του Ρωμανού.
«Ο βασιλιάς ολομόναχος, εγκατελειμμένος και στερημένος από κάθε ελπίδα, γύμνωσε το ξίφος του κατά του εχθρού, σκοτώνοντας πολλούς και αναγκάζοντας πολλούς άλλους να τραπούν σε φυγή. Κυκλωμένος από ένα πλήθος εχθρών, τραυματίστηκε στο μπράτσο… το άλογό του χτυπήθηκε από βέλη, γλίστρησε και έπεσε παρασύροντας μαζί και τον αναβάτη του», έγραφε αργότερα ο Βρυέννιος.
Ο Ρωμανός, αν και τραυματίας, συνέχισε να μάχεται γενναία. Εγκαταλείφθηκε όμως από τον στρατό του, αρχικά από τους Αρμένιους και στη συνέχεια από τις δυνάμεις της εφεδρείας υπό τον Ανδρόνικο Δούκα, ο οποίος δεν πήρε μέρος στη μάχη, είτε γιατί δεν ήθελε να ρισκάρει τις ζωές των ανδρών του, είτε, το πιθανότερο, γιατί ήθελε να «ξεφορτωθεί» τον Ρωμανό και τον άφησε κυριολεκτικά στο έλεος του Θεού.
Είχε νυχτώσει, όταν ο διοικητής της κύριας σελτζουκικής δύναμης Ταράγκι, που είχε απώλειες τουλάχιστον 4.000 ανδρών, έδωσε εντολή να σταματήσει η καταδίωξη των Βυζαντινών, οι οποίοι κατάφεραν να φτάσουν στο φρούριο του Μαντζικέρτ. Στο πεδίο της μάχης οι Βυζαντινοί άφησαν άφθονα λάφυρα. Το κυριότερο όμως είναι ότι στο πεδίο της μάχης παρέμενε τραυματισμένος ο αυτοκράτορας Ρωμανός!
Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΑΛΠ-ΑΡΣΛΑΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΡΩΜΑΝΟ
Ένας Σελτζούκος, που το επόμενο πρωί αναζητούσε λάφυρα, βρήκε τον αυτοκράτορα και τον οδήγησε μπροστά στον Αλπ-Αρσλάν. Ο αιχμάλωτος Βασιλάκιος επιβεβαίωσε ότι πρόκειται για τον Ρωμανό. Ο σουλτάνος διέταξε τον Ρωμανό να φιλήσει το έδαφος και πάτησε με το πόδι του τον αυχένα του σκυμμένου αυτοκράτορα… Αμέσως μετά όμως έδειξε ένα άλλο πρόσωπο.
Αγκάλιασε τον Ρωμανό και του είπε «αυτή είναι η ζωή». Του έδωσε φαγητό και τις επόμενες ημέρες του φέρθηκε μάλλον σαν να ήταν φιλοξενούμενος, παρά αιχμάλωτος. Ρώτησε τον Ρωμανό τι θα έκανε αν βρισκόταν στη θέση του. Εκείνος του απάντησε: «Θα σε βασάνιζα και θα σε σκότωνα και θα σε επιδείκνυα στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης». Τότε ο Αλπ-Αρσλάν, ο οποίος να σημειώσουμε ότι παρακολουθούσε όλη τη μάχη από ένα ύψωμα της περιοχής, «απείλησε» ότι έχει μια χειρότερη τιμωρία γι’ αυτόν. «Σε αφήνω ελεύθερο», είπε στον έκπληκτο Ρωμανό! «Αλλ’ εγώ δε σε μιμούμαι, ως βλέπεις, κατά τούτο, και απορώ πώς πρεσβεύεις συ τα ενάντια, ενώ ακούω ότι και ο υμέτερος Χριστός ειρήνη υμίν νομοθετεί και αμνηστίαν κακών και τοις υπερηφάνοις αντικαθίσταται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν», είπε ο Αλπ-Αρσλάν στη συνέχεια.
Ο Ρωμανός συμφώνησε αμέσως σε μια συνθήκη ειρήνης: άμεση ανταλλαγή αιχμαλώτων, ενάμισι εκατομμύρια χρυσά νομίσματα, ως λύτρα για τον αυτοκράτορα και επικύρωση της συμφωνίας με τον γάμο μιας κόρης του Ρωμανού με έναν από τους γιους του Αλπ-Αρσλάν.
Μόλις απελευθερώθηκε, ο Ρωμανός κατευθύνθηκε προς την Αρμενία, όπου ξεκίνησε να μαζεύει τα λύτρα που είχε συμφωνήσει. Μόλις έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, πληροφορήθηκε ότι είχε εκθρονιστεί.
Ο ΜΙΧΑΗΛ Ζ’ ΔΟΥΚΑΣ ΣΤΟΝ ΘΡΟΝΟ – ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ
Η οικογένεια Δούκα φρόντισε να ανεβάσει στον θρόνο τον Μιχαήλ Γ’, γιο του Κωνσταντίνου Ι’ και της Ευδοκίας. Η Ευδοκία συνελήφθη και εξορίστηκε σε μονή της νήσου Πρώτης. Ο Ρωμανός, με τα απομεινάρια του στρατού του, προσπάθησε να κερδίσει ξανά τον θρόνο, ωστόσο ηττήθηκε στα Άδανα από τον Ανδρόνικο Δούκα, τον άνθρωπο που πιθανότατα τον πρόδωσε στο Μαντζικέρτ. Η μετέπειτα συμπεριφορά του Δούκα προς τον Ρωμανό ήταν ελεεινή. Τον υποχρέωσε να ταξιδέψει περίπου 800 χιλιόμετρα ως το Κοτύαιο (σημ. Κιουτάχεια). Εκεί διέταξε να τυφλώσουν τον Ρωμανό, ο οποίος έζησε μόνο λίγες μέρες και έπειτα πέθανε.
Ηθικός αυτουργός της τύφλωσης του Ρωμανού ήταν μάλλον ο Μιχαήλ Ψελλός.
Ο Μιχαήλ Ζ’ έσκισε τη συνθήκη που είχε υπογράψει ο Ρωμανός με τον Αλπ-Αρσλάν, ο οποίος δολοφονήθηκε 13 μήνες μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ. Ο γιος και διάδοχός του, Μαλίκ Σαχ, έστειλε χιλιάδες Τουρκομάνους σε ολόκληρο το μισό ανατολικό τμήμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας και το κατέλαβε. Η περιοχή έγινε γνωστή πλέον ως σουλτανάτο του Ρουμ.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ ΤΟΥ ΜΑΝΤΖΙΚΕΡΤ
Οι σύγχρονοι ιστορικοί (John C. Carr «Οι Πολεμιστές Αυτοκράτορες του Βυζαντίου», John Haldon «Οι Πόλεμοι του Βυζαντίου», δύο έξοχα βιβλία απ’ όπου αντλήσαμε πολύτιμες πληροφορίες για το σημερινό άρθρο), συμφωνούν ότι «η ήττα στο Μαντζικέρτ δεν υπήρξε η στρατιωτική καταστροφή που διατυμπανίζεται ότι ήταν και δεν αποτέλεσε το τέλος του βυζαντινού στρατού» (John Haldon).
Οι απώλειες των βυζαντινών δυνάμεων ήταν μεταξύ 10% και 20% των ανδρών. Η πραγματική καταστροφή ήταν πολιτικής φύσης, γιατί η αιχμαλώτιση του αυτοκράτορα επέδρασε καταλυτικά στην εικόνα του Βυζαντίου, καθώς έδειξε ότι δεν ήταν ο σταθερός και ακλόνητος παράγοντας που πίστευαν όλοι.
«… το αποτέλεσμα του Μαντζικέρτ ήταν ότι οι Σελτζούκοι Τούρκοι έγιναν κύριοι μεγάλου μέρους της Μικράς Ασίας και ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπέστη ένα πλήγμα από το οποίο δεν θα συνερχόταν ποτέ» (John Carr).
Οι εμφύλιοι πόλεμοι που ακολούθησαν προκάλεσαν μεγαλύτερες απώλειες και ζημιές στον βυζαντινό στρατό, από τις συγκρούσεις του με εξωτερικούς εχθρούς.
ενισχύθηκε με την εξαιρετική οχύρωση και την αξιόμαχη φρουρά της.
Υπήρξε στόχος των διαφόρων εχθρών του Βυζαντίου, ιδιαίτερα των Σελτζούκων Τούρκων κατά τον 11ο αιώνα. Προσπάθησαν να καταλάβουν την πόλη στα χρόνια του Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου (1042-1054), αλλά νικήθηκαν από τη φρουρά της πόλης έχοντας βαριές απώλειες. Ωστόσο, επανήλθαν. Ο σουλτάνος Αλπ Αρσλάν, μετά από αλλεπάλληλες στρατιωτικές επιτυχίες, κατέλαβε την πόλη Ανί (αρχαία πρωτεύουσα της Αρμενίας, η οποία καταστράφηκε από σεισμό το 1319 και μετά από συνεχείς προσπάθειες και το φρούριο του Μαντζικέρτ, το 1070. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, εκείνη τη χρονική περίοδο (1068-1071), ήταν ο Ρωμανός Δ’ Διογένης.
Ο ΡΩΜΑΝΟΣ Δ’ ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Καππαδοκίας. Είχε διακριθεί για τις εξαιρετικές στρατηγικές του ικανότητες και τη γενναιότητά του, ιδιαίτερα στις εκστρατείες εναντίον των Πετσενέγκων (Πατζινακών). Μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι’, η χήρα του, Ευδοκία, τον επέλεξε ως σύζυγό της, μετά τις εισηγήσεις των συμβούλων της. Στέφθηκε αυτοκράτορας την Πρωτοχρονιά του 1068. Ήταν γύρω στα 45, ωραίος και με εντυπωσιακό παράστημα.
Ήταν θαρραλέος, ευγενικός, αλλά και λίγο υπερόπτης. Το επίθετο Διογένης ίσως ήταν παραλλαγή του Διγενής. Από την αρχή της ανάληψης των καθηκόντων του, είχε να αντιμετωπίσει πολλά ανοιχτά ζητήματα, τα κυριότερα απ’ αυτά ήταν η εχθρότητα της οικογένειας Δούκα, που ένιωθε αδικημένη, γιατί θεωρούσε ότι έπρεπε κάποιο μέλος της να ανέβει στον θρόνο και η στάση του θεολόγου, φιλοσόφου και πολιτικού Μιχαήλ Ψελλού, ο οποίος στα χρόνια της βασιλείας του παλιού του συμμαθητή Κωνσταντίνου Ι’, αναδείχτηκε «παραδυναστεύων τω βασιλεί». Με την άνοδο του Ρωμανού στον θρόνο, προτίμησε να κρυφτεί σε ένα μοναστήρι, παρά να βοηθήσει το νέο αυτοκράτορα.
Ο Ρωμανός ξεκίνησε τη βασιλεία του με δύο χρόνια εκστρατειών στην Ανατολή, όπου είχε να αντιμετωπίσει, εκτός από τους Σελτζούκους και προβλήματα στις τάξεις του στρατού, που είχε φθάσει στα όρια της ανταρσίας.
Οι εκστρατείες του Ρωμανού στη Μικρά Ασία το 1068 και το 1069 δεν κατάφεραν παρά μόνο την ανάκτηση της Ιεράπολης. Αντίθετα, στο ίδιο χρονικό διάστημα, λεηλατήθηκαν από τους Σελτζούκους η Νεοκαισάρεια, το Αμόριο και το Ικόνιο.
Αφού υπόγραψε μια εύθραυστη εκεχειρία με τον Αλπ-Αρσλάν, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και φρόντισε να καταβληθούν χρήματα από τα οφειλόμενα στους στρατιώτες και να εκπαιδευτούν νέες μονάδες. Έτσι, συγκέντρωσε περίπου 70.000 στρατιώτες για μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Σελτζούκων, που θα οδηγούσε τελικά στην απομάκρυνσή τους από την Ανατολία. Την Κυριακή της Ορθοδοξίας, 13 Μαρτίου 1071, ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη γι’ αυτή τη μακρινή και δύσκολη εκστρατεία.
Να σημειώσουμε ότι ο Ρωμανός είχε εμπειρία στα στρατιωτικά ζητήματα, αλλά είχε ένα σοβαρό μειονέκτημα: την έλλειψη θεωρητικής κατάρτισης, που αποδείχτηκε σημαντικό μειονέκτημα.
Μετά από μελέτη διαφόρων σχεδίων, ο Ρωμανός και οι επιτελείς του αποφάσισαν να επιτεθούν στα βάθη των εδαφών που κατείχαν οι Σελτζούκοι.
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
Η εκστρατεία του Ρωμανού ξεκίνησε με προβλήματα. Άφησε πίσω του στην Κωνσταντινούπολη τον έμπειρο αξιωματικό Νικηφόρο Βοτανειάτη, επειδή τον υποψιαζόταν για προδοσία, και προτίμησε να πάρει μαζί του τον Ανδρόνικο Δούκα, πρωτότοκο γιο του Ιωάννη Δούκα, ενός από τους αντιπάλους του για τον θρόνο. Οι δύο ανώτατοι στρατηγοί ήταν ο Ιωσήφ Ταρχανειώτης, διοικητής της ανατολικής πτέρυγας του στρατού, και ο μάγιστρος Νικηφόρος Βρυέννιος, διοικητής της δυτικής πτέρυγας.
Επίσης, ένας Νορμανδός ιππότης, ο Ρουσέλιος ο Φραγκόπουλος, ήταν επικεφαλής ενός αποσπάσματος περίπου 500 «αιμοδιψών και απείθαρχων» Φράγκων μισθοφόρων, ενώ ως αντίπαλοι του ιππικού των Σελτζούκων υπηρετούσε μια ετερόκλητη ομάδα από Ογούζους, Τούρκους και Πετσενέγκους. Στην εκστρατεία πήρε μέρος ως ανώτατος στρατοδίκης ο αξιωματικός και συγγραφέας Μιχαήλ Ατταλειάτης, το έργο του οποίου αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή μας για την εκστρατεία αυτή.
Παράλληλα, ο Ρωμανός άρχισε να γίνεται όλο και πιο απόμακρος από τους στρατιώτες του. Έχοντας πολυτελή εξοπλισμό και εφόδια για τη δική του καλοπέραση, έδειχνε σαν να μην νοιάζεται καθόλου για τις κακουχίες που περνούσαν οι άνδρες του.
Στη διάρκεια της πορείας από τον Άλη ποταμό μέχρι τη Σεβάστεια, η φρουρά του Ρωμανού, την οποία αποτελούσαν Γερμανοί μισθοφόροι, οι Νεμιτζοί, υπέστησαν απώλειες από τον τοπικό πληθυσμό, καθώς λεηλατούσαν τις περιουσίες τους. Για να τους τιμωρήσει, τους έστειλε σε άλλη αποστολή, μακριά από τον χώρο της εκστρατείας.
Αλλά και στα μετόπισθεν ο Ρωμανός είχε αφήσει αξιόλογες δυνάμεις. Ένα απόσπασμα Βαράγγων στην Κωνσταντινούπολη κι ένα άλλο απόσπασμα Φράγκων ιπποτών, υπό τον Κρισπίνο στην Άβυδο. Στα δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας, ελλόχευε ο κίνδυνος επιθέσεων από τους Νορμανδούς και τους Ούγγρους, οπότε οι Νεμιτζοί ίσως στάλθηκαν εκεί.
Επιστρέφουμε στην εξιστόρηση της εκστρατείας.
Το τελικό σχέδιο των Βυζαντινών ήταν να καταλάβουν το Μαντζικέρτ και το Χλιάτ, μια πόλη νοτιότερα, κοντά στη λίμνη Βαν.
Εν τω μεταξύ, ο Αλπ-Αρσλάν κατευθυνόταν από την Παλαιστίνη στο Χαλέπι, καθώς οι Βυζαντινοί διέσχιζαν την Καππαδοκία με κατεύθυνση τη Θεοδοσιούπολη. Εκεί (στο Χαλέπι) τον συνάντησαν Βυζαντινοί πρεσβευτές με επικεφαλής τον Λέοντα Διαβατηνό και του διαμήνυσαν ότι ο Ρωμανός θα ξεκινούσε πόλεμο εναντίον του. Ο Αλπ-Αρσλάν έφυγε εσπευσμένα από το Χαλέπι μετά το γεγονός αυτό. Κατευθύνθηκε αρχικά προς τη Μοσούλη, έκανε μια στάση στην Άμιδα και κατέληξε στη Ματιανή Λίμνη (σημ. Urmia του Ιράν). Τελικά έφτασε περίπου 160 χλμ. ανατολικά των βυζαντινών δυνάμεων, επικεφαλής μιας δύναμης ιππικού 30.000 ανδρών και οι ανιχνευτές του παρακολουθούσαν συνεχώς τις κινήσεις των δυνάμεων του Ρωμανού…
ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΛΑΘΗ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΠΡΙΝ ΤΗ ΜΑΧΗ
Οι βυζαντινές δυνάμεις έφτασαν στη Θεοδοσιούπολη (σήμερα Ερζερούμ). Τα στρατεύματα πήραν εντολή να συλλέξουν εφόδια για δύο μήνες. Μια σημαντική δύναμη Πετσενέγκων συμμάχων μαζί με τους Φράγκους υπό τον Ρουσέλ, πήραν εντολή να κατευθυνθούν προς το Χλιάτ, το οποίο ο Ρωμανός θεωρούσε δυσκολότερο από τους δύο αντικειμενικούς του στόχους.
Ο ίδιος με τα υπόλοιπα στρατεύματα κατευθύνθηκε προς το Μαντζικέρτ. Πριν όμως φτάσει εκεί, έστειλε άλλη μια σημαντική δύναμη, υπό τον Ταρχανειώτη, να ενισχύσει τους Πετσενέγκους και τους Φράγκους στην προσπάθεια κατάληψης του Χλιάτ.
Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, στις δυνάμεις του Ταρχανειώτη συμπεριλαμβανόταν η αφρόκρεμα του βυζαντινού στρατού, οι πιο εμπειροπόλεμες μονάδες, ανάμεσά τους και οι Βάραγγοι και ένα μεγάλο μέρος του αρμενικού πεζικού υπό τον δούκα της Θεοδοσιούπολης. Ο Ταρχανειώτης είναι μια ακόμα σκοτεινή μορφή εκείνης της περιόδου. Εικάζεται ότι ήταν άνθρωπος της οικογένειας Δούκα.
Όπως είδαμε παραπάνω, οι Σελτζούκοι είχαν φτάσει πολύ κοντά στα βυζαντινά στρατεύματα και παρακολουθούσαν τις κινήσεις τους. Αντίθετα, ο Ρωμανός και οι στρατηγοί του είχαν την εντύπωση ότι οι άνδρες του Αλπ-Αρσλάν (Ήρωας-Λιοντάρι) βρισκόταν ακόμα πολύ μακριά.
Έτσι, όταν οι δυνάμεις των Ρουσέλ και Ταρχανειώτη βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια σημαντική εχθρική δύναμη, αιφνιδιάστηκαν και ακολούθησαν αντίστροφη πορεία, προς τη Μελιτηνή του Ευφράτη, χωρίς να ενημερώσουν τον Ρωμανό που βρισκόταν λιγότερο από 70 χιλιόμετρα μακριά τους.
Τελικά, τα αξιόμαχα αυτά βυζαντινά στρατεύματα δεν είχαν καμιά συμμετοχή στη συνέχεια των επιχειρήσεων, πράγμα καθοριστικό για την πορεία τους. Ίσως ο Ταρχανειώτης θέλησε με τον τρόπο του αυτό να αντιδράσει στην πράγματι λανθασμένη απόφαση του Ρωμανού, να χωρίσει τον στρατό του σε δύο τμήματα.
Αγνοώντας λοιπόν τα γεγονότα αυτά ο αυτοκράτορας κινήθηκε προς το Μαντζικέρτ. Ο Βρυέννιος με τους άνδρες του κατέλαβε χωρίς μεγάλη δυσκολία το φρούριο της πόλης, αφήνοντας ελεύθερους τους μουσουλμάνους που το υπερασπίζονταν.
Αυτό συνέβη πιθανότατα την Πέμπτη, 24 Αυγούστου. Την ίδια μέρα, μια ομάδα Βυζαντινών στάλθηκε προς το Χλιάτ για να συλλέξει τρόφιμα. Έπεσε όμως σε ένα έφιππο απόσπασμα Σελτζούκων και εξολοθρεύτηκε. Ο Ρωμανός έστειλε τότε τον Βρυέννιο, ο οποίος σύντομα αναγκάστηκε να ζητήσει ενισχύσεις. Ενοχλημένος ο Ρωμανός, έστειλε ένα ακόμα απόσπασμα υπό τον Αρμένιο στρατηγό Βασιλάκιο. Αυτός, αγνοώντας το πώς να αντιμετωπίσει ευκίνητους έφιππους, έπεσε σε ενέδρα, τραυματίστηκε και αιχμαλωτίστηκε.
Τότε μόνο ο Ρωμανός κατάλαβε ότι οι Σελτζούκοι ήταν πολύ κοντά και όταν λίγο αργότερα έφτασε ένας άνδρας του Βασιλάκιου που είχε γλιτώσει από την ενέδρα, συνειδητοποίησε την πραγματικότητα.
Στα μέσα του απογεύματος της 24ης Αυγούστου, οι Σελτζούκοι επιτέθηκαν εναντίον των ανδρών του Βρυέννιου, ο οποίος, όμως, με ψυχραιμία οργάνωσε το στράτευμά του, τρέποντας τους εχθρούς σε άτακτη φυγή. Αν και πληγωμένος ο Βρυέννιος, συνήλθε γρήγορα και την επόμενη μέρα ήταν σε θέση να πολεμήσει.
Το ίδιο βράδυ, έγινε μια ακόμα «καταδρομική» επίθεση των Σελτζούκων εναντίον του στρατοπέδου των Βυζαντινών, χωρίς αποτέλεσμα. Την επόμενη μέρα, οι άνδρες του Ρωμανού απέκρουσαν ένα απόσπασμα Σελτζούκων που προσπάθησε να καταλάβει την όχθη του ποταμού (παραπόταμου του Μουράτ Σου), όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι Βυζαντινοί. Λίγο αργότερα, πολλοί Ογούζοι λιποτάκτησαν και εντάχθηκαν στις δυνάμεις των Σελτζούκων που ήταν μακρινά τους ξαδέρφια.
Αμέσως μετά έφτασε στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο πρεσβεία του Αλπ-Αρσλάν με επικεφαλής τον χαλίφη αλ-Μουχαλμπάν από τη Βαγδάτη με προτάσεις για διαπραγματεύσεις. Ο Ρωμανός θεωρώντας ότι οι Σελτζούκοι ήθελαν απλώς να κερδίσουν χρόνο, απέπεμψε τους πρέσβεις και έδωσε εντολή στον στρατό να κινηθεί κατά του εχθρού το πρωί της Παρασκευής, 26 Αυγούστου 1071.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΝΤΖΙΚΕΡΤ
Ο στρατός βάδισε σε δύο γραμμές βάθους 4-10 μέτρων η καθεμία, με δύο πτέρυγες να καλύπτουν τα πλευρά. Μπροστά πήγαινε έφιππος ο Ρωμανός με την αυτοκρατορική του φρουρά. Διοικητής της αριστερής πτέρυγας ήταν ο Θεόδωρος Βρυέννιος και της δεξιάς ο Θεόδωρος Αλυάττης. Μαζί του είχε και όσους Ογούζους και Πετσενέγκους δεν είχαν αυτομολήσει. Ο Ανδρόνικος Δούκας διοικούσε την οπισθοφυλακή. Η οργάνωση και το σχέδιο δεν ήταν άσχημα. Όμως δεν μπορεί να εξηγηθεί το γιατί ο Ρωμανός ξεκίνησε για τη μάχη ενώ του έλειπαν οι κατάφρακτοι άνδρες του Ταρχανειώτη.
Το έδαφος του πεδίου της μάχης ήταν επίπεδο και πετρώδες και εκτεινόταν από την πόλη του Μαντζικέρτ και το οχυρωμένο στρατόπεδο των Βυζαντινών δίπλα τους προς τα νότια και τα νοτιοανατολικά.
Ο Αλπ-Αρσλάν, που είχε παρατάξει τις δυνάμεις του σε σχήμα ημισελήνου, ανέγνωσε ένα μήνυμα του χαλίφη αλ-Καΐμ προς τα στρατεύματα, με το οποίο τα εξόρκιζε να πολεμήσουν για την πίστη του Αλλάχ, τη δικαιοσύνη των πιστών και τον παράδεισο των στρατιωτών. Ήταν, όπως αναφέραμε, Παρασκευή και οι μουσουλμάνοι μόλις είχαν ολοκληρώσει την προσευχή τους, όπως και οι Βυζαντινοί, οι οποίοι άκουσαν τον Ρωμανό να τους υπόσχεται οικονομικές, αλλά και πνευματικές ανταμοιβές και τους ιερείς τους να τους διαβεβαιώνουν για το δίκαιο του σκοπού τους.
Ο βυζαντινός στρατός άρχισε να προελαύνει με σταθερό βήμα και με τάξη. Οι Σελτζούκοι υποχωρούσαν, επίσης με τάξη, βάλλοντας με τόξα εναντίον των πτερύγων του βυζαντινού στρατού.
Ο Ρωμανός, με την «κεντρική γραμμή», συνέχιζε την πορεία του και στα μέσα του απογεύματος κατέλαβε το άδειο στρατόπεδο των Σελτζούκων. Ο αυτοκράτορας και οι άνδρες του ήταν πολύ κουρασμένοι, ενώ τα τρόφιμα και το νερό λιγόστευαν επικίνδυνα. Ο Βρυέννιος και ο Αλυάττης, έχοντας να αντιμετωπίσουν συνεχείς επιθέσεις με βέλη, είχαν μείνει πίσω, όπως και οι εφεδρείες του Ανδρόνικου Δούκα.
Κάποια στιγμή, αργά το απόγευμα, ο Ρωμανός αποφάσισε να κινηθεί προς το στρατόπεδό του. Ενώ όμως το κέντρο της παράταξης υποχωρούσε συντεταγμένα, κάποιοι αξιωματικοί και στρατιώτες της δεξιάς πτέρυγας εξέλαβαν εσφαλμένα το σήμα της υποχώρησης ως ένδειξη ότι ο αυτοκράτορας είχε σκοτωθεί στη μάχη.
Εκείνη τη στιγμή, οι Σελτζούκοι κατάφεραν ισχυρό πλήγμα στις δυνάμεις του Αλυάττη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την περικύκλωση των ανδρών του Ρωμανού.
«Ο βασιλιάς ολομόναχος, εγκατελειμμένος και στερημένος από κάθε ελπίδα, γύμνωσε το ξίφος του κατά του εχθρού, σκοτώνοντας πολλούς και αναγκάζοντας πολλούς άλλους να τραπούν σε φυγή. Κυκλωμένος από ένα πλήθος εχθρών, τραυματίστηκε στο μπράτσο… το άλογό του χτυπήθηκε από βέλη, γλίστρησε και έπεσε παρασύροντας μαζί και τον αναβάτη του», έγραφε αργότερα ο Βρυέννιος.
Ο Ρωμανός, αν και τραυματίας, συνέχισε να μάχεται γενναία. Εγκαταλείφθηκε όμως από τον στρατό του, αρχικά από τους Αρμένιους και στη συνέχεια από τις δυνάμεις της εφεδρείας υπό τον Ανδρόνικο Δούκα, ο οποίος δεν πήρε μέρος στη μάχη, είτε γιατί δεν ήθελε να ρισκάρει τις ζωές των ανδρών του, είτε, το πιθανότερο, γιατί ήθελε να «ξεφορτωθεί» τον Ρωμανό και τον άφησε κυριολεκτικά στο έλεος του Θεού.
Είχε νυχτώσει, όταν ο διοικητής της κύριας σελτζουκικής δύναμης Ταράγκι, που είχε απώλειες τουλάχιστον 4.000 ανδρών, έδωσε εντολή να σταματήσει η καταδίωξη των Βυζαντινών, οι οποίοι κατάφεραν να φτάσουν στο φρούριο του Μαντζικέρτ. Στο πεδίο της μάχης οι Βυζαντινοί άφησαν άφθονα λάφυρα. Το κυριότερο όμως είναι ότι στο πεδίο της μάχης παρέμενε τραυματισμένος ο αυτοκράτορας Ρωμανός!
Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΑΛΠ-ΑΡΣΛΑΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΡΩΜΑΝΟ
Ένας Σελτζούκος, που το επόμενο πρωί αναζητούσε λάφυρα, βρήκε τον αυτοκράτορα και τον οδήγησε μπροστά στον Αλπ-Αρσλάν. Ο αιχμάλωτος Βασιλάκιος επιβεβαίωσε ότι πρόκειται για τον Ρωμανό. Ο σουλτάνος διέταξε τον Ρωμανό να φιλήσει το έδαφος και πάτησε με το πόδι του τον αυχένα του σκυμμένου αυτοκράτορα… Αμέσως μετά όμως έδειξε ένα άλλο πρόσωπο.
Αγκάλιασε τον Ρωμανό και του είπε «αυτή είναι η ζωή». Του έδωσε φαγητό και τις επόμενες ημέρες του φέρθηκε μάλλον σαν να ήταν φιλοξενούμενος, παρά αιχμάλωτος. Ρώτησε τον Ρωμανό τι θα έκανε αν βρισκόταν στη θέση του. Εκείνος του απάντησε: «Θα σε βασάνιζα και θα σε σκότωνα και θα σε επιδείκνυα στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης». Τότε ο Αλπ-Αρσλάν, ο οποίος να σημειώσουμε ότι παρακολουθούσε όλη τη μάχη από ένα ύψωμα της περιοχής, «απείλησε» ότι έχει μια χειρότερη τιμωρία γι’ αυτόν. «Σε αφήνω ελεύθερο», είπε στον έκπληκτο Ρωμανό! «Αλλ’ εγώ δε σε μιμούμαι, ως βλέπεις, κατά τούτο, και απορώ πώς πρεσβεύεις συ τα ενάντια, ενώ ακούω ότι και ο υμέτερος Χριστός ειρήνη υμίν νομοθετεί και αμνηστίαν κακών και τοις υπερηφάνοις αντικαθίσταται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν», είπε ο Αλπ-Αρσλάν στη συνέχεια.
Ο Ρωμανός συμφώνησε αμέσως σε μια συνθήκη ειρήνης: άμεση ανταλλαγή αιχμαλώτων, ενάμισι εκατομμύρια χρυσά νομίσματα, ως λύτρα για τον αυτοκράτορα και επικύρωση της συμφωνίας με τον γάμο μιας κόρης του Ρωμανού με έναν από τους γιους του Αλπ-Αρσλάν.
Μόλις απελευθερώθηκε, ο Ρωμανός κατευθύνθηκε προς την Αρμενία, όπου ξεκίνησε να μαζεύει τα λύτρα που είχε συμφωνήσει. Μόλις έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, πληροφορήθηκε ότι είχε εκθρονιστεί.
Ο ΜΙΧΑΗΛ Ζ’ ΔΟΥΚΑΣ ΣΤΟΝ ΘΡΟΝΟ – ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ
Η οικογένεια Δούκα φρόντισε να ανεβάσει στον θρόνο τον Μιχαήλ Γ’, γιο του Κωνσταντίνου Ι’ και της Ευδοκίας. Η Ευδοκία συνελήφθη και εξορίστηκε σε μονή της νήσου Πρώτης. Ο Ρωμανός, με τα απομεινάρια του στρατού του, προσπάθησε να κερδίσει ξανά τον θρόνο, ωστόσο ηττήθηκε στα Άδανα από τον Ανδρόνικο Δούκα, τον άνθρωπο που πιθανότατα τον πρόδωσε στο Μαντζικέρτ. Η μετέπειτα συμπεριφορά του Δούκα προς τον Ρωμανό ήταν ελεεινή. Τον υποχρέωσε να ταξιδέψει περίπου 800 χιλιόμετρα ως το Κοτύαιο (σημ. Κιουτάχεια). Εκεί διέταξε να τυφλώσουν τον Ρωμανό, ο οποίος έζησε μόνο λίγες μέρες και έπειτα πέθανε.
Ηθικός αυτουργός της τύφλωσης του Ρωμανού ήταν μάλλον ο Μιχαήλ Ψελλός.
Ο Μιχαήλ Ζ’ έσκισε τη συνθήκη που είχε υπογράψει ο Ρωμανός με τον Αλπ-Αρσλάν, ο οποίος δολοφονήθηκε 13 μήνες μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ. Ο γιος και διάδοχός του, Μαλίκ Σαχ, έστειλε χιλιάδες Τουρκομάνους σε ολόκληρο το μισό ανατολικό τμήμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας και το κατέλαβε. Η περιοχή έγινε γνωστή πλέον ως σουλτανάτο του Ρουμ.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ ΤΟΥ ΜΑΝΤΖΙΚΕΡΤ
Οι σύγχρονοι ιστορικοί (John C. Carr «Οι Πολεμιστές Αυτοκράτορες του Βυζαντίου», John Haldon «Οι Πόλεμοι του Βυζαντίου», δύο έξοχα βιβλία απ’ όπου αντλήσαμε πολύτιμες πληροφορίες για το σημερινό άρθρο), συμφωνούν ότι «η ήττα στο Μαντζικέρτ δεν υπήρξε η στρατιωτική καταστροφή που διατυμπανίζεται ότι ήταν και δεν αποτέλεσε το τέλος του βυζαντινού στρατού» (John Haldon).
Οι απώλειες των βυζαντινών δυνάμεων ήταν μεταξύ 10% και 20% των ανδρών. Η πραγματική καταστροφή ήταν πολιτικής φύσης, γιατί η αιχμαλώτιση του αυτοκράτορα επέδρασε καταλυτικά στην εικόνα του Βυζαντίου, καθώς έδειξε ότι δεν ήταν ο σταθερός και ακλόνητος παράγοντας που πίστευαν όλοι.
«… το αποτέλεσμα του Μαντζικέρτ ήταν ότι οι Σελτζούκοι Τούρκοι έγιναν κύριοι μεγάλου μέρους της Μικράς Ασίας και ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπέστη ένα πλήγμα από το οποίο δεν θα συνερχόταν ποτέ» (John Carr).
Οι εμφύλιοι πόλεμοι που ακολούθησαν προκάλεσαν μεγαλύτερες απώλειες και ζημιές στον βυζαντινό στρατό, από τις συγκρούσεις του με εξωτερικούς εχθρούς.
<< Αρχική σελίδα