Ένα χωριό, 102 κάτοικοι, 750 πρόσφυγες, ένα ζωντανό πείραμα
Ένα εγχείρημα που συγκέντρωσε πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας και η κατάληξή του
Το φθινόπωρο του 2015, ένα μικρό χωριό μόλις 102 κατοίκων στη
Γερμανία επιλέχθηκε για να δεχτεί
σχεδόν 800 πρόσφυγες. Τα όσα εκτυλίχθηκαν εκεί αποτελούν ένα ενδιαφέρον πείραμα αναφορικά με την αποτελεσματικότητα του τρόπου διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης και την ανεκτικότητα των ντόπιων που κλήθηκαν να ζήσουν με έναν πληθυσμό επταπλάσιο, άγνωστο και διαφορετικό.
Στο χωριό Sumte δεν υπάρχουν σινεμά, μεγάλα καταστήματα, μπαρ, γυμναστήρια, καφέ, σχολεία, βιβλιοπωλεία. Ούτε και παιδικές χαρές ή αίθουσα συνεδριάσεων. Είναι μια μικρή περιοχή της Κάτω Σαξονίας, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τον ποταμό Έλβα, όπου ο αριθμός των αγελάδων είναι μεγαλύτερος από εκείνον των ανθρώπων.
Οι κάτοικοι είναι συνταξιούχοι και ελαιοχρωματιστές, αγρότες, ξυλουργοί και υπάλληλοι που διασχίζουν τον Έλβα με πλοίο κάθε πρωί για να πάνε στις δουλειές τους σε κοντινές πόλεις, πολλές φορές και σε απόσταση 1,5 ώρας. Δεν είναι λίγοι και οι άνεργοι του χωριού.
Μια ημέρα του Οκτωβρίου, ένα συνεργείο φτάνει στο χωριό και αρχίζει να τοποθετεί λάμπες στους δρόμους του. Πρόκειται για μια «χάρη» προς τους 102 κατοίκους από τους πολιτικούς ηγέτες τους στην κοντινή πόλη Amt Neuhaus, που διαχειρίζονται τις υποθέσεις του χωριού και λογοδοτούν στους δικούς τους επικεφαλής στο Ανόβερο.
Μπορεί να είναι απομονωμένοι από τη βαβούρα και την τρέλα της σύγχρονης ζωής, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι κάτοικοι του Sumte δεν γνωρίζουν τι συμβαίνει στον κόσμο. Βλέπουν τις ειδήσεις κάθε βράδυ, έχουν ενημερωθεί για τους πρόσφυγες που διασχίζουν τα σύνορα των ευρωπαϊκών χωρών και αναρωτιούνται πού πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Τα φώτα στους δρόμους, ένα αίτημα ετών, ξαφνικά υλοποιείται, κάνοντάς τους καχύποπτους.
Ένα περιέργως ζεστό πρωινό του Οκτωβρίου, η δήμαρχος Grit Richter κάθεται στο γραφείο της στο Amt Neuhaus και λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από το υπουργείο Εσωτερικών στο Ανόβερο. Της ανακοινώνεται ότι το Sumte θα υποδεχτεί 1.000 αιτούντες άσυλο, ξεκινώντας από το τέλος του μήνα. Θα φιλοξενηθούν στο συγκρότημα γραφείων Apontas. Ένα κτίριο άδειο από το 2012, όταν και η επιχείρηση που στεγαζόταν εκεί μετακόμισε στο Ανόβερο. Η Richter δεν είναι σίγουρη ότι άκουσε καλά. Ναι, της απαντά η φωνή στο τηλέφωνο, ξέρουμε ότι το Sumte είναι μικρό. Αλλά το χωριό διαθέτει κάτι που καμιά άλλη πόλη στην περιοχή δεν έχει: έναν τεράστιο χώρο που μπορεί να προσφέρει μια στέγη σε αυτούς τους ανθρώπους. Οι επιλογές της, όπως της είπαν, ήταν να πει «ναι» ή «ναι».
Τα μέσα ενημέρωσης έμαθαν γρήγορα τα νέα και δημοσιογράφοι άρχισαν να καταφτάνουν στην περιοχή. Η ιστορία αποτύπωνε με τον καλύτερο τρόπο την κρίση που εξελισσόταν: 1.000 πρόσφυγες σε ένα χωριό 100 κατοίκων, μια εντυπωσιακή «εισβολή». Και η Richter ήξερε ότι οι δημοσιογράφοι ήλπιζαν να καταγράψουν τον πανικό που αναμενόταν να προκαλέσει η είδηση.
Στο δημαρχείο έκαναν την εμφάνισή τους και λίγοι ακροδεξιοί του NPD,
κρατώντας μεγάλα πανό που έγραφαν «Η Γερμανία για τους Γερμανούς» και
φώναζαν κατά της «τρομοκρατίας του ασύλου». Άλλοι κάτοικοι της περιοχής
έσπευσαν να τους απομακρύνουν. Η ακροδεξιά δεν έχει ιδιαίτερη υποστήριξη
στη συγκεκριμένα περιοχή. Πάντως, τα δημοσιεύματα στον διεθνή Τύπο για
το Sumte συνοδεύονταν από δηλώσεις εξτρεμιστών, συμπεριλαμβανομένων των
New York Times που μίλησαν με ένα τοπικό δημοτικό σύμβουλο και θαυμαστή
του Χίτλερ.
Η ανησυχία όμως ήταν έκδηλη. «Έχω δύο κόρες. Πώς μπορώ να τις προστατεύσω; Αυτοί οι νεαροί άντρες έχουν ανάγκες, δεν έχουν;», αναρωτιόταν μια γυναίκα κάτοικος της περιοχής. Άλλοι ανησυχούσαν για τα ιατρεία και τα νηπιαγωγεία στο Amt Neuhaus. Θα μπορούν να εξυπηρετούν όλο αυτόν τον κόσμο; Δεν υπάρχει κοντά κάποιο αστυνομικό τμήμα. Αν γίνει κάποιο επεισόδιο; Μια επίθεση; Ακόμη και τα υδραυλικά στο χωριό δεν μπορούσαν να σηκώσουν τόσους ανθρώπους.
Μέσα σε λίγες ημέρες, η Richter πείθει τους υπευθύνους στο Ανόβερο να μειωθεί ο αριθμός των προσφύγων από 1.000 σε 750, με το επιχείρημα ότι το σύστημα αποχέτευσης δεν μπορεί να διαχειριστεί την ξαφνική αύξηση των αποβλήτων. Προς το παρόν δεν γίνεται λόγος για ενσωμάτωση. Για την ώρα προτεραιότητα έχουν τα φώτα, οι εργασίες, η τοποθέτηση φραχτών. Σύντομα καταφτάνουν και οι πρώτοι πρόσφυγες.
Ανθρώπινες φιγούρες με αδιάβροχα περπατούν στα χωράφια και τους δρόμους, κρατώντας τα κινητά τους ψηλά. Αλλά δεν υπάρχει σήμα στην περιοχή. Η άφιξη των 100 πρώτων προσφύγων με τα κινητά στα χέρια, αγχωμένων να μπουν στο Skype και να επικοινωνήσουν με τις οικογένειές τους, έχει μπλοκάρει το δίκτυο με αποτέλεσμα κανείς στην περιοχή να μην μπορεί να μπει στο ίντερνετ.
Κατεβαίνουν από τα λεωφορεία και εισέρχονται στον κλειστό από φράχτες καταυλισμό. Τέσσερις πέντε οικογένειες που έχουν θέα από το σπίτι τους παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις αφίξεις. Δεν υπάρχει κάποιο μέρος στην περιοχή όπου μπορούν να τους δουν από κοντά και να γνωριστούν. Οι φωνές τους ακούγονται στην περιοχή. Τις επόμενες ημέρες τους βλέπουν να κινούνται στους δρόμους. Οι περισσότεροι περπατούν δύο δύο, κουβαλούν σακούλες από το σούπερ μάρκετ.
Θα τους επιτραπεί να μείνουν; Να δουλέψουν; Δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα. Οι συνενοήσεις γίνονται με νοήματα και με τα λίγα αγγλικά που ξέρουν. «Τους λέμε γεια, μας απαντούν γεια», λέει ένας κάτοικος.
Μέχρι τον Δεκέμβριο, ο πληθυσμός στο Sumte έχει τριπλασιαστεί – 102 κάτοικοι, 229 φιλοξενούμενοι. Αιτούντες άσυλο συνεχίζουν να καταφτάνουν στη Γερμανία, διασχίζοντας την Ευρώπη, και όσοι προορίζονται για τον καταυλισμό στο Sumte έρχονται καθημερινά με λεωφορεία.
Ένα βράδυ, μια ομάδα νεαρών περπατά μέχρι το σούπερ μάρκετ στο Amt Neuhaus, όπου αγοράζει ορισμένα μπουκάλια ποτού. Στον καταυλισμό δεν επιτρέπεται το αλκοόλ ούτε το κάπνισμα. Οι κανόνες είναι αυστηροί. Τα αγόρια επιστρέφουν στο Sumte και αράζουν στη στάση του λεωφορείου. Το επόμενο πρωί, μπουκάλια, αποτσίγαρα και εμετοί ανακαλύπτονται από παιδιά του χωριού καθώς πηγαίνουν σχολείο.
Δεν επρόκειτο και για το τέλος του κόσμου, ήταν όμως ένα περιστατικό αρκετό για να θορυβήσει τους ντόπιους και τα νέα να φτάσουν στη δήμαρχο και τον υπεύθυνο του καταυλισμού. Οι υπεύθυνοι ανακαλύπτονται και μέχρι το τέλος της ημέρας, με γάντια, σκούπες και σφουγγαρίστρες έχουν αναλάβει τον καθαρισμό του σημείου. Για τις επόμενες ημέρες, επρόκειτο για το αποκλειστικό σχεδόν θέμα συζήτησης στο χωριό. «Αγόρασαν την πολωνική και τη ρώσικη βότκα», λέει ένας κάτοικος, που βρίσκει το περιστατικό αστείο. «Πάντα νόμιζα ότι οι Άραβες δεν πίνουν. Αλλά όταν ένας ξεκινά...», λέει και γελάει.
Έχουν φτάσει τα Χριστούγεννα και στους χώρους του καταυλισμού αντηχούν οι φωνές 189 παιδιών. Φωνάζουν, τραγουδούν... Έξω από τον καταυλισμό, οι οικογένειες των ντόπιων μαζεύονται για να γιορτάσουν.
Η απομόνωση ωστόσο εντός του καταυλισμού, ειδικά τον χειμώνα, είναι μεγάλη. Οι κάτοικοί του δεν μπορούν να κάνουν επισκέψεις στους κατοίκους του χωριού. Για να εισέλθεις στον χώρο πρέπει να δείξεις τα απαραίτητα έγγραφα. Το συγκρότημα από μόνο του είναι αυτοσχέδιο και παράξενα, ένα καταφύγιο που δεν καταφέρνει να γίνει σπίτι. Οι οικογένειες δεν μπορούν να μαγειρέψουν μαζί ή να ξεκουραστούν με την ησυχία τους. Τα «δωμάτιά» τους αποτελούν χώρους με στρώματα στο πάτωμα που χωρίζονται από πλαστικό.
Οι πρόσφυγες αρχίζουν να περιφέρονται πέρα από τα όρια του
καταυλισμού. Ορισμένοι αφήνουν τελείως το χωριό. Αρχικά λίγοι νεαροί που
έφυγαν τέλη Φεβρουαρίου και αρχές Μαρτίου. Οι ντόπιοι είναι
απασχολημένοι με τα δικά τους, καθώς πλησιάζει το Πάσχα.
Μεγάλο Σάββατο και το κλίμα είναι γιορτινό. Ο δημοσιογράφος του περιοδικού VQR επισκέπτεται μια οικογένεια ντόπιων, που δεν έχει ιδιαίτερη επαφή με τους πρόσφυγες. Τους βλέπουν να περνούν, αλλά φαίνονται λίγο «σαν να ντρέπονται». Ίσως γι’ αυτό δεν κάνουν προσπάθεια να αποκτήσουν κάποια επαφή με τους ντόπιους. Η μητέρα της οικογένειας προσπάθησε να επισκεφτεί τον καταυλισμό ως εθελόντρια, αλλά οι φύλακες δεν ήταν καθόλου φιλικοί. Ορισμένοι από αυτούς μιλούν ελάχιστα γερμανικά. «Είναι σαν να υπάρχουν δύο πόλεις που ζουν δίπλα δίπλα».
Δεν είναι ξεκάθαρο πόσοι ακριβώς πρόσφυγες έχουν εγκαταλείψει τον καταυλισμό. Κανείς δεν μπορεί να τους αποτρέψει. Ανάμεσα στην απομόνωση και τον σκληρό γερμανικό χειμώνα, οι ανύπαντροι άντρες, ειδικά, έγιναν μελαγχολικοί, εξηγεί ο υπεύθυνος του καταυλισμού στο περιοδικό. Η επιθυμία τους να φύγουν ξεπερνά την ανάγκη τους για το επίδομα που λαμβάνουν. Ορισμένοι ζητούν με σπαστά γερμανικά –μόνο τα παιδιά έχουν μάθει καλά τη γλώσσα- πώς μπορούν να φτάσουν στη Σουηδία ή το Ανόβερο. Άλλοι απλώς αρχίζουν να περπατούν στον δρόμο και στα χωράφια και όπου τους βγάλει. «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ για έναν ξένο», λένε ορισμένοι πριν φύγουν. Ούτε δουλειές, ούτε ευκαιρίες, ούτε τρόπος να γνωρίσουν κάποια κοπέλα.
Τα προβλήματα των πρώτων μηνών έχουν ξεπεραστεί σε μεγάλο βαθμό. Το ίντερνετ δουλεύει. Το χωριό διαθέτει πλέον καντίνα, ένα κέντρο για εφήβους, σχολικές αίθουσες, κατάστημα κινητής τηλεφωνίας, ένα ιατρικό κέντρο, ακόμη και βραδιά ταινίας, η επιλογή της οποίας καθορίζεται από μια επιτροπή αποτελούμενη από μητέρες του χωριού. Είναι το πρώτο –κατά κάποιο τρόπο- σινεμά που είχε ποτέ το Sumte.
Την ίδια ώρα, ολοένα και περισσότεροι πρόσφυγες φεύγουν, όχι μόνο άντρες πλέον, αλλά και ζευγάρια και οικογένειες. Ελάχιστοι παραμένουν, κυρίως οικογένειες με παιδιά. «Αν είχαμε ίντερνετ από την αρχή, δεν θα έφευγαν τόσο γρήγορα», λέει ο υπεύθυνος του καταυλισμού Jens Meier. Μπορεί να έμεναν, να μάθαιναν τη γλώσσα, να έβρισκαν κάποια δουλειά…
Μέχρι τον Σεπτέμβριο, όλοι οι πρόσφυγες έχουν φύγει. Περίπου 80 από αυτούς εγκαταστάθηκαν γύρω από το Amt Neuhaus σε παλιά κτιριακά συγκροτήματα. Μία ξενοδόχος στο Amt Neuhaus δηλώνει πως λυπάται που οι πρόσφυγες έφυγαν. Απολάμβανε τη ζωντάνια της πόλης αυτούς τους τελευταίους μήνες. «Υπήρχαν ακόμη και ουρές στα σούπερ μάρκετ», λέει. Αλλά και η ίδια επωφελήθηκε, καθώς δημοσιογράφοι και συνεργεία μέσων ενημέρωσης επισκέπτονταν συχνά την περιοχή. Τώρα είναι όλα ήσυχα πάλι.
Στο γραφείο της, η Richter είναι ικανοποιημένη με την επιτυχία του εγχειρήματος. Δεν υπήρχαν Ναζί, φασαρίες, βία. Αυτό ήταν το μόνο που ήλπιζε. Κάποιος έχει προσφερθεί να αγοράσει το κτίριο Apontas. Ίσως το πουλήσει, ίσως πάλι το μετατρέψει σε κέντρο εύρεσης εργασίας για πρόσφυγες…
Ο Thomas, ελαιοχρωματιστής στο Sumte, κάνει μια βόλτα με τη σύζυγό του και το νεογέννητο παιδί του, τον 103ο κάτοικο του χωριού. «Ο καταυλισμός έκλεισε. Ο μικρός είναι εδώ. Όλα καλά», λέει.
Ο Dirk Hammer αμφιταλαντεύεται ως προς το κλείσιμο του καταυλισμού. Πριν από έναν χρόνο αναρτούσε οργισμένα μηνύματα στα social media κατά των πολιτικών που δεν διέθεταν σοβαρές λύσεις για την κρίση και μιλούσε συχνά στους δημοσιογράφους για το θέμα. Αυτό που θεωρεί σήμερα ότι χρειάζεται η περιοχή είναι δουλειές, όχι τις 60-70 που δημιουργήθηκαν χάρη στον καταυλισμό, αλλά εκατοντάδες. «Δεν έχει να κάνει με τους πρόσφυγες, χρειαζόμαστε δουλειές», τονίζει.
Κάτι που σημαίνει ότι θα το ξανάκαναν; «Φυσικά θα το κάναμε, αλλά δε θα είμαστε και χαρούμενοι γι’ αυτό», λέει. Σκέφτεται λίγο και συνεχίζει: «Βέβαια, πήραμε τις λάμπες στους δρόμους»…
σχεδόν 800 πρόσφυγες. Τα όσα εκτυλίχθηκαν εκεί αποτελούν ένα ενδιαφέρον πείραμα αναφορικά με την αποτελεσματικότητα του τρόπου διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης και την ανεκτικότητα των ντόπιων που κλήθηκαν να ζήσουν με έναν πληθυσμό επταπλάσιο, άγνωστο και διαφορετικό.
Στο χωριό Sumte δεν υπάρχουν σινεμά, μεγάλα καταστήματα, μπαρ, γυμναστήρια, καφέ, σχολεία, βιβλιοπωλεία. Ούτε και παιδικές χαρές ή αίθουσα συνεδριάσεων. Είναι μια μικρή περιοχή της Κάτω Σαξονίας, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τον ποταμό Έλβα, όπου ο αριθμός των αγελάδων είναι μεγαλύτερος από εκείνον των ανθρώπων.
Οι κάτοικοι είναι συνταξιούχοι και ελαιοχρωματιστές, αγρότες, ξυλουργοί και υπάλληλοι που διασχίζουν τον Έλβα με πλοίο κάθε πρωί για να πάνε στις δουλειές τους σε κοντινές πόλεις, πολλές φορές και σε απόσταση 1,5 ώρας. Δεν είναι λίγοι και οι άνεργοι του χωριού.
Μια ημέρα του Οκτωβρίου, ένα συνεργείο φτάνει στο χωριό και αρχίζει να τοποθετεί λάμπες στους δρόμους του. Πρόκειται για μια «χάρη» προς τους 102 κατοίκους από τους πολιτικούς ηγέτες τους στην κοντινή πόλη Amt Neuhaus, που διαχειρίζονται τις υποθέσεις του χωριού και λογοδοτούν στους δικούς τους επικεφαλής στο Ανόβερο.
Μπορεί να είναι απομονωμένοι από τη βαβούρα και την τρέλα της σύγχρονης ζωής, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι κάτοικοι του Sumte δεν γνωρίζουν τι συμβαίνει στον κόσμο. Βλέπουν τις ειδήσεις κάθε βράδυ, έχουν ενημερωθεί για τους πρόσφυγες που διασχίζουν τα σύνορα των ευρωπαϊκών χωρών και αναρωτιούνται πού πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Τα φώτα στους δρόμους, ένα αίτημα ετών, ξαφνικά υλοποιείται, κάνοντάς τους καχύποπτους.
Φθινόπωρο
Ένα περιέργως ζεστό πρωινό του Οκτωβρίου, η δήμαρχος Grit Richter κάθεται στο γραφείο της στο Amt Neuhaus και λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από το υπουργείο Εσωτερικών στο Ανόβερο. Της ανακοινώνεται ότι το Sumte θα υποδεχτεί 1.000 αιτούντες άσυλο, ξεκινώντας από το τέλος του μήνα. Θα φιλοξενηθούν στο συγκρότημα γραφείων Apontas. Ένα κτίριο άδειο από το 2012, όταν και η επιχείρηση που στεγαζόταν εκεί μετακόμισε στο Ανόβερο. Η Richter δεν είναι σίγουρη ότι άκουσε καλά. Ναι, της απαντά η φωνή στο τηλέφωνο, ξέρουμε ότι το Sumte είναι μικρό. Αλλά το χωριό διαθέτει κάτι που καμιά άλλη πόλη στην περιοχή δεν έχει: έναν τεράστιο χώρο που μπορεί να προσφέρει μια στέγη σε αυτούς τους ανθρώπους. Οι επιλογές της, όπως της είπαν, ήταν να πει «ναι» ή «ναι».
Τα μέσα ενημέρωσης έμαθαν γρήγορα τα νέα και δημοσιογράφοι άρχισαν να καταφτάνουν στην περιοχή. Η ιστορία αποτύπωνε με τον καλύτερο τρόπο την κρίση που εξελισσόταν: 1.000 πρόσφυγες σε ένα χωριό 100 κατοίκων, μια εντυπωσιακή «εισβολή». Και η Richter ήξερε ότι οι δημοσιογράφοι ήλπιζαν να καταγράψουν τον πανικό που αναμενόταν να προκαλέσει η είδηση.
«Η Γερμανία για τους Γερμανούς» και φώναζαν συνθήματα κατά της «τρομοκρατίας του ασύλου»
Η ανησυχία όμως ήταν έκδηλη. «Έχω δύο κόρες. Πώς μπορώ να τις προστατεύσω; Αυτοί οι νεαροί άντρες έχουν ανάγκες, δεν έχουν;», αναρωτιόταν μια γυναίκα κάτοικος της περιοχής. Άλλοι ανησυχούσαν για τα ιατρεία και τα νηπιαγωγεία στο Amt Neuhaus. Θα μπορούν να εξυπηρετούν όλο αυτόν τον κόσμο; Δεν υπάρχει κοντά κάποιο αστυνομικό τμήμα. Αν γίνει κάποιο επεισόδιο; Μια επίθεση; Ακόμη και τα υδραυλικά στο χωριό δεν μπορούσαν να σηκώσουν τόσους ανθρώπους.
Μέσα σε λίγες ημέρες, η Richter πείθει τους υπευθύνους στο Ανόβερο να μειωθεί ο αριθμός των προσφύγων από 1.000 σε 750, με το επιχείρημα ότι το σύστημα αποχέτευσης δεν μπορεί να διαχειριστεί την ξαφνική αύξηση των αποβλήτων. Προς το παρόν δεν γίνεται λόγος για ενσωμάτωση. Για την ώρα προτεραιότητα έχουν τα φώτα, οι εργασίες, η τοποθέτηση φραχτών. Σύντομα καταφτάνουν και οι πρώτοι πρόσφυγες.
Χειμώνας
Ανθρώπινες φιγούρες με αδιάβροχα περπατούν στα χωράφια και τους δρόμους, κρατώντας τα κινητά τους ψηλά. Αλλά δεν υπάρχει σήμα στην περιοχή. Η άφιξη των 100 πρώτων προσφύγων με τα κινητά στα χέρια, αγχωμένων να μπουν στο Skype και να επικοινωνήσουν με τις οικογένειές τους, έχει μπλοκάρει το δίκτυο με αποτέλεσμα κανείς στην περιοχή να μην μπορεί να μπει στο ίντερνετ.
Κατεβαίνουν από τα λεωφορεία και εισέρχονται στον κλειστό από φράχτες καταυλισμό. Τέσσερις πέντε οικογένειες που έχουν θέα από το σπίτι τους παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις αφίξεις. Δεν υπάρχει κάποιο μέρος στην περιοχή όπου μπορούν να τους δουν από κοντά και να γνωριστούν. Οι φωνές τους ακούγονται στην περιοχή. Τις επόμενες ημέρες τους βλέπουν να κινούνται στους δρόμους. Οι περισσότεροι περπατούν δύο δύο, κουβαλούν σακούλες από το σούπερ μάρκετ.
Θα τους επιτραπεί να μείνουν; Να δουλέψουν; Δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα. Οι συνενοήσεις γίνονται με νοήματα και με τα λίγα αγγλικά που ξέρουν. «Τους λέμε γεια, μας απαντούν γεια», λέει ένας κάτοικος.
Μέχρι τον Δεκέμβριο, ο πληθυσμός στο Sumte έχει τριπλασιαστεί – 102 κάτοικοι, 229 φιλοξενούμενοι. Αιτούντες άσυλο συνεχίζουν να καταφτάνουν στη Γερμανία, διασχίζοντας την Ευρώπη, και όσοι προορίζονται για τον καταυλισμό στο Sumte έρχονται καθημερινά με λεωφορεία.
Ένα βράδυ, μια ομάδα νεαρών περπατά μέχρι το σούπερ μάρκετ στο Amt Neuhaus, όπου αγοράζει ορισμένα μπουκάλια ποτού. Στον καταυλισμό δεν επιτρέπεται το αλκοόλ ούτε το κάπνισμα. Οι κανόνες είναι αυστηροί. Τα αγόρια επιστρέφουν στο Sumte και αράζουν στη στάση του λεωφορείου. Το επόμενο πρωί, μπουκάλια, αποτσίγαρα και εμετοί ανακαλύπτονται από παιδιά του χωριού καθώς πηγαίνουν σχολείο.
Δεν επρόκειτο και για το τέλος του κόσμου, ήταν όμως ένα περιστατικό αρκετό για να θορυβήσει τους ντόπιους και τα νέα να φτάσουν στη δήμαρχο και τον υπεύθυνο του καταυλισμού. Οι υπεύθυνοι ανακαλύπτονται και μέχρι το τέλος της ημέρας, με γάντια, σκούπες και σφουγγαρίστρες έχουν αναλάβει τον καθαρισμό του σημείου. Για τις επόμενες ημέρες, επρόκειτο για το αποκλειστικό σχεδόν θέμα συζήτησης στο χωριό. «Αγόρασαν την πολωνική και τη ρώσικη βότκα», λέει ένας κάτοικος, που βρίσκει το περιστατικό αστείο. «Πάντα νόμιζα ότι οι Άραβες δεν πίνουν. Αλλά όταν ένας ξεκινά...», λέει και γελάει.
Έχουν φτάσει τα Χριστούγεννα και στους χώρους του καταυλισμού αντηχούν οι φωνές 189 παιδιών. Φωνάζουν, τραγουδούν... Έξω από τον καταυλισμό, οι οικογένειες των ντόπιων μαζεύονται για να γιορτάσουν.
Η απομόνωση ωστόσο εντός του καταυλισμού, ειδικά τον χειμώνα, είναι μεγάλη. Οι κάτοικοί του δεν μπορούν να κάνουν επισκέψεις στους κατοίκους του χωριού. Για να εισέλθεις στον χώρο πρέπει να δείξεις τα απαραίτητα έγγραφα. Το συγκρότημα από μόνο του είναι αυτοσχέδιο και παράξενα, ένα καταφύγιο που δεν καταφέρνει να γίνει σπίτι. Οι οικογένειες δεν μπορούν να μαγειρέψουν μαζί ή να ξεκουραστούν με την ησυχία τους. Τα «δωμάτιά» τους αποτελούν χώρους με στρώματα στο πάτωμα που χωρίζονται από πλαστικό.
Άνοιξη
Είναι σαν να υπάρχουν δύο πόλεις που ζουν δίπλα δίπλα
Μεγάλο Σάββατο και το κλίμα είναι γιορτινό. Ο δημοσιογράφος του περιοδικού VQR επισκέπτεται μια οικογένεια ντόπιων, που δεν έχει ιδιαίτερη επαφή με τους πρόσφυγες. Τους βλέπουν να περνούν, αλλά φαίνονται λίγο «σαν να ντρέπονται». Ίσως γι’ αυτό δεν κάνουν προσπάθεια να αποκτήσουν κάποια επαφή με τους ντόπιους. Η μητέρα της οικογένειας προσπάθησε να επισκεφτεί τον καταυλισμό ως εθελόντρια, αλλά οι φύλακες δεν ήταν καθόλου φιλικοί. Ορισμένοι από αυτούς μιλούν ελάχιστα γερμανικά. «Είναι σαν να υπάρχουν δύο πόλεις που ζουν δίπλα δίπλα».
Δεν είναι ξεκάθαρο πόσοι ακριβώς πρόσφυγες έχουν εγκαταλείψει τον καταυλισμό. Κανείς δεν μπορεί να τους αποτρέψει. Ανάμεσα στην απομόνωση και τον σκληρό γερμανικό χειμώνα, οι ανύπαντροι άντρες, ειδικά, έγιναν μελαγχολικοί, εξηγεί ο υπεύθυνος του καταυλισμού στο περιοδικό. Η επιθυμία τους να φύγουν ξεπερνά την ανάγκη τους για το επίδομα που λαμβάνουν. Ορισμένοι ζητούν με σπαστά γερμανικά –μόνο τα παιδιά έχουν μάθει καλά τη γλώσσα- πώς μπορούν να φτάσουν στη Σουηδία ή το Ανόβερο. Άλλοι απλώς αρχίζουν να περπατούν στον δρόμο και στα χωράφια και όπου τους βγάλει. «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ για έναν ξένο», λένε ορισμένοι πριν φύγουν. Ούτε δουλειές, ούτε ευκαιρίες, ούτε τρόπος να γνωρίσουν κάποια κοπέλα.
Καλοκαίρι
Τα προβλήματα των πρώτων μηνών έχουν ξεπεραστεί σε μεγάλο βαθμό. Το ίντερνετ δουλεύει. Το χωριό διαθέτει πλέον καντίνα, ένα κέντρο για εφήβους, σχολικές αίθουσες, κατάστημα κινητής τηλεφωνίας, ένα ιατρικό κέντρο, ακόμη και βραδιά ταινίας, η επιλογή της οποίας καθορίζεται από μια επιτροπή αποτελούμενη από μητέρες του χωριού. Είναι το πρώτο –κατά κάποιο τρόπο- σινεμά που είχε ποτέ το Sumte.
Την ίδια ώρα, ολοένα και περισσότεροι πρόσφυγες φεύγουν, όχι μόνο άντρες πλέον, αλλά και ζευγάρια και οικογένειες. Ελάχιστοι παραμένουν, κυρίως οικογένειες με παιδιά. «Αν είχαμε ίντερνετ από την αρχή, δεν θα έφευγαν τόσο γρήγορα», λέει ο υπεύθυνος του καταυλισμού Jens Meier. Μπορεί να έμεναν, να μάθαιναν τη γλώσσα, να έβρισκαν κάποια δουλειά…
Μέχρι τον Σεπτέμβριο, όλοι οι πρόσφυγες έχουν φύγει. Περίπου 80 από αυτούς εγκαταστάθηκαν γύρω από το Amt Neuhaus σε παλιά κτιριακά συγκροτήματα. Μία ξενοδόχος στο Amt Neuhaus δηλώνει πως λυπάται που οι πρόσφυγες έφυγαν. Απολάμβανε τη ζωντάνια της πόλης αυτούς τους τελευταίους μήνες. «Υπήρχαν ακόμη και ουρές στα σούπερ μάρκετ», λέει. Αλλά και η ίδια επωφελήθηκε, καθώς δημοσιογράφοι και συνεργεία μέσων ενημέρωσης επισκέπτονταν συχνά την περιοχή. Τώρα είναι όλα ήσυχα πάλι.
Στο γραφείο της, η Richter είναι ικανοποιημένη με την επιτυχία του εγχειρήματος. Δεν υπήρχαν Ναζί, φασαρίες, βία. Αυτό ήταν το μόνο που ήλπιζε. Κάποιος έχει προσφερθεί να αγοράσει το κτίριο Apontas. Ίσως το πουλήσει, ίσως πάλι το μετατρέψει σε κέντρο εύρεσης εργασίας για πρόσφυγες…
Ο Thomas, ελαιοχρωματιστής στο Sumte, κάνει μια βόλτα με τη σύζυγό του και το νεογέννητο παιδί του, τον 103ο κάτοικο του χωριού. «Ο καταυλισμός έκλεισε. Ο μικρός είναι εδώ. Όλα καλά», λέει.
Ο Dirk Hammer αμφιταλαντεύεται ως προς το κλείσιμο του καταυλισμού. Πριν από έναν χρόνο αναρτούσε οργισμένα μηνύματα στα social media κατά των πολιτικών που δεν διέθεταν σοβαρές λύσεις για την κρίση και μιλούσε συχνά στους δημοσιογράφους για το θέμα. Αυτό που θεωρεί σήμερα ότι χρειάζεται η περιοχή είναι δουλειές, όχι τις 60-70 που δημιουργήθηκαν χάρη στον καταυλισμό, αλλά εκατοντάδες. «Δεν έχει να κάνει με τους πρόσφυγες, χρειαζόμαστε δουλειές», τονίζει.
Κάτι που σημαίνει ότι θα το ξανάκαναν; «Φυσικά θα το κάναμε, αλλά δε θα είμαστε και χαρούμενοι γι’ αυτό», λέει. Σκέφτεται λίγο και συνεχίζει: «Βέβαια, πήραμε τις λάμπες στους δρόμους»…
<< Αρχική σελίδα