Οι αντιδράσεις στον συζυγικό καυγά σχετίζονται με τη μελλοντική υγεία
Αμερικανοί ψυχολόγοι ανακάλυψαν σε μια ενδιαφέρουσα μελέτη η οποία
δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Emotion ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιδρά
κανείς απέναντι σε ένα συζυγικό καυγά
αποτελεί ένδειξη για τα προβλήματα υγείας που θα εκδηλώσει αργότερα στη ζωή του.
Η μελέτη αφορούσε 156 παντρεμένα, ετεροφυλόφιλα ζευγάρια και βασίζεται σε μια περίοδο 20 ετών. Έδειξε πως όταν οι εθελοντές αντιδρούσαν στις διαφωνίες με φωνές και οργή διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν καρδιαγγειακά προβλήματα. Από την άλλη, όσοι συνήθιζαν να κλείνουν το στόμα τους και να καταπνίγουν αυτά που ήθελαν να πουν, εκδήλωσαν με αυξημένη συχνότητα μυοσκελετικά προβλήματα.
«Τα ευρήματά μας αποκαλύπτουν ένα νέο επίπεδο αλληλεπίδρασης των συναισθημάτων με την σωματική υγεία», ανέφερε ο επικεφαλής της μελέτης Robert Levenson, καθηγητής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϋ.
Τα ζευγάρια παρακολουθήθηκαν από το 1989 και είναι σήμερα 60-90 ετών. Από την έναρξη της μελέτης και ανά πενταετία βιντεοσκοπούνταν στο εργαστήριο, εν όσω συζητούσαν διάφορα γεγονότα της ζωής τους με τα οποία είχαν την ίδια ή διαφορετική γνώμη. Συμπλήρωναν επίσης αναλυτικά ερωτηματολόγια για την υγεία τους.
Οι σύζυγοι που έχαναν εύκολα την ψυχραιμία τους στη διάρκεια των διαφωνιών και άρχιζαν να φωνάζουν, είχαν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν πόνο στο στήθος, υπέρταση και άλλα καρδιαγγειακά προβλήματα με το πέρασμα του χρόνου.
Όσοι δεν μιλούσαν παρότι μέσα τους έβραζαν (κάτι που φαινόταν από το ότι απέφευγαν να κοιτούν στα μάτια τον/την σύζυγό τους, πάγωνε το πρόσωπό τους και γινόταν άκαμπτος ο αυχένας τους), είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να εκδηλώσουν χρόνια οσφυαλγία, δυσκαμψία στον αυχένα και τις αρθρώσεις.
Η συσχέτιση των συναισθημάτων κατά την διαφωνία με την πορεία της υγείας τους ήταν ισχυρότερη στους άνδρες.
αποτελεί ένδειξη για τα προβλήματα υγείας που θα εκδηλώσει αργότερα στη ζωή του.
Η μελέτη αφορούσε 156 παντρεμένα, ετεροφυλόφιλα ζευγάρια και βασίζεται σε μια περίοδο 20 ετών. Έδειξε πως όταν οι εθελοντές αντιδρούσαν στις διαφωνίες με φωνές και οργή διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν καρδιαγγειακά προβλήματα. Από την άλλη, όσοι συνήθιζαν να κλείνουν το στόμα τους και να καταπνίγουν αυτά που ήθελαν να πουν, εκδήλωσαν με αυξημένη συχνότητα μυοσκελετικά προβλήματα.
«Τα ευρήματά μας αποκαλύπτουν ένα νέο επίπεδο αλληλεπίδρασης των συναισθημάτων με την σωματική υγεία», ανέφερε ο επικεφαλής της μελέτης Robert Levenson, καθηγητής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϋ.
Τα ζευγάρια παρακολουθήθηκαν από το 1989 και είναι σήμερα 60-90 ετών. Από την έναρξη της μελέτης και ανά πενταετία βιντεοσκοπούνταν στο εργαστήριο, εν όσω συζητούσαν διάφορα γεγονότα της ζωής τους με τα οποία είχαν την ίδια ή διαφορετική γνώμη. Συμπλήρωναν επίσης αναλυτικά ερωτηματολόγια για την υγεία τους.
Οι σύζυγοι που έχαναν εύκολα την ψυχραιμία τους στη διάρκεια των διαφωνιών και άρχιζαν να φωνάζουν, είχαν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν πόνο στο στήθος, υπέρταση και άλλα καρδιαγγειακά προβλήματα με το πέρασμα του χρόνου.
Όσοι δεν μιλούσαν παρότι μέσα τους έβραζαν (κάτι που φαινόταν από το ότι απέφευγαν να κοιτούν στα μάτια τον/την σύζυγό τους, πάγωνε το πρόσωπό τους και γινόταν άκαμπτος ο αυχένας τους), είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να εκδηλώσουν χρόνια οσφυαλγία, δυσκαμψία στον αυχένα και τις αρθρώσεις.
Η συσχέτιση των συναισθημάτων κατά την διαφωνία με την πορεία της υγείας τους ήταν ισχυρότερη στους άνδρες.
<< Αρχική σελίδα