Η κορτιζόλη μειώνει τις πιθανότητες της εξωσωματικής εγκυμοσύνης
Τα αυξημένα επίπεδα της ονομαζόμενης ορμόνης του στρες, της κορτιζόλης,
μειώνει κατά ένα τρίτο τις πιθανότητες σύλληψης μέσω εξωσωματικής
εγκυμοσύνης, σύμφωνα με μια μελέτη που
δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Psychoneuroendocrinology από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ, στη Βρετανία.
Η κορτιζόλη μετρήθηκε στα μαλλιά των γυναικών που συμμετείχαν στη μελέτη. Η μέτρηση αυτή επιτρέπει να καταγραφούν τα επίπεδα της ορμόνης κατά τους προηγούμενους 3-6 μήνες. Ο τρόπος αυτός αποτελεί ένα αξιόπιστο μέτρο της ορμονικής λειτουργίας σε σύγκριση με τη μέτρηση της κορτιζόλης στο σάλιο, στο αίμα και τα σούρα που μετρούν τα επίπεδα της ορμόνης μόνο βραχυπρόθεσμα.
Η μελέτη παρέχει για πρώτη φορά ισχυρές ενδείξεις ότι τα αυξημένα επίπεδα της κορτιζόλης παίζουν σημαντικό ρόλο στην έκβασης της αναπαραγωγικής διαδικασίας. Μονίμως υψηλά επίπεδα της ορμόνης υποδηλώνουν χρόνιο στρες. Ωστόσο η κορτιζόλη επηρεάζεται βραχυπρόθεσμα και από άλλους παράγοντες όπως είναι η διατροφή, η άσκηση και η κατανάλωση καφεΐνης.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι μια παρέμβαση με στόχο τη μείωση της κορτιζόλης μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες επίτευξης εγκυμοσύνης στα ζευγάρια που προσπαθούν να κάνουν παιδιά μέσω εξωσωματικής.
Οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να βρουν συσχέτιση μεταξύ των βραχυπρόθεσμων μετρήσεων της κορτιζόλης που έγιναν από το σάλιο με την επίτευξη εγκυμοσύνης. Όμως τα επίπεδα της κορτιζόλης που μετρήθηκαν από τις τρίχες των μαλλιών είχαν μια ισχυρή στατιστική σύνδεση. Η συσχέτιση υπήρχε ακόμη και όταν ελήφθησαν υπόψη άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την επιτυχία την εξωσωματικής εγκυμοσύνης όπως είναι η ηλικία, ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) και ο αριθμός των ωαρίων που γονιμοποιήθηκαν και εμφυτεύθηκαν στη μήτρα.
Η επικεφαλής της μελέτης, καθηγήτρια Kavita Vedhara από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ, ανέφερε ότι υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για το ρόλο του χρόνιου στρες στην γονιμότητα και σε άλλες ιατρικές καταστάσεις.
δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Psychoneuroendocrinology από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ, στη Βρετανία.
Η κορτιζόλη μετρήθηκε στα μαλλιά των γυναικών που συμμετείχαν στη μελέτη. Η μέτρηση αυτή επιτρέπει να καταγραφούν τα επίπεδα της ορμόνης κατά τους προηγούμενους 3-6 μήνες. Ο τρόπος αυτός αποτελεί ένα αξιόπιστο μέτρο της ορμονικής λειτουργίας σε σύγκριση με τη μέτρηση της κορτιζόλης στο σάλιο, στο αίμα και τα σούρα που μετρούν τα επίπεδα της ορμόνης μόνο βραχυπρόθεσμα.
Η μελέτη παρέχει για πρώτη φορά ισχυρές ενδείξεις ότι τα αυξημένα επίπεδα της κορτιζόλης παίζουν σημαντικό ρόλο στην έκβασης της αναπαραγωγικής διαδικασίας. Μονίμως υψηλά επίπεδα της ορμόνης υποδηλώνουν χρόνιο στρες. Ωστόσο η κορτιζόλη επηρεάζεται βραχυπρόθεσμα και από άλλους παράγοντες όπως είναι η διατροφή, η άσκηση και η κατανάλωση καφεΐνης.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι μια παρέμβαση με στόχο τη μείωση της κορτιζόλης μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες επίτευξης εγκυμοσύνης στα ζευγάρια που προσπαθούν να κάνουν παιδιά μέσω εξωσωματικής.
Χρόνιο στρες και γονιμότητα
Στη μελέτη συμμετείχαν 135 γυναίκες από την κλινική Nurture Fertility του Νότιγχαμ, μέσης ηλικίας 34,5 ετών. Από αυτές, το 60% κατάφεραν να μείνουν έγκυες μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση. Οι ερευνητές έλαβαν επί δύο ημέρες δείγματα σάλιου για μέτρηση των επιπέδων της κορτιζόλης αμέσως μετά το πρωινό ξύπνημα, 30 λεπτά αργότερα και στις 10 το βράδυ. Από τις συμμετέχουσες, οι 88 έδωσαν δείγμα τριχών για μέτρηση της κορτιζόλης και μ’ αυτόν τον τρόπο.Οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να βρουν συσχέτιση μεταξύ των βραχυπρόθεσμων μετρήσεων της κορτιζόλης που έγιναν από το σάλιο με την επίτευξη εγκυμοσύνης. Όμως τα επίπεδα της κορτιζόλης που μετρήθηκαν από τις τρίχες των μαλλιών είχαν μια ισχυρή στατιστική σύνδεση. Η συσχέτιση υπήρχε ακόμη και όταν ελήφθησαν υπόψη άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την επιτυχία την εξωσωματικής εγκυμοσύνης όπως είναι η ηλικία, ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) και ο αριθμός των ωαρίων που γονιμοποιήθηκαν και εμφυτεύθηκαν στη μήτρα.
Η επικεφαλής της μελέτης, καθηγήτρια Kavita Vedhara από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ, ανέφερε ότι υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για το ρόλο του χρόνιου στρες στην γονιμότητα και σε άλλες ιατρικές καταστάσεις.
<< Αρχική σελίδα