Την προσέγγισή τους για την απασχόληση και τις θέσεις εργασίας πρέπει να αναθεωρήσουν οι
χώρες και να μειώσουν περαιτέρω τις κοινωνικές και οικονομικές εντάσεις, σύμφωνα με έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης για τις προοπτικές της απασχόλησης (OECD Employment Outlook 2019).
«Χωρίς γρήγορη δράση, πολλοί άνθρωποι, ιδιαίτερα αυτοί με χαμηλή εξειδίκευση, θα μείνουν πίσω στον ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο εργασίας», τονίζει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Επίσης, ο ΟΟΣΑ «δεν προβλέπει ένα μέλλον χωρίς εργασία, αλλά προβλέπει μεγάλες προκλήσεις για την εργασία στο μέλλον», δήλωσε ο γενικός γραμματέας του Οργανισμού, Άνχελ Γκουρία, παρουσιάζοντας την έκθεση στο Βερολίνο μαζί με τον Γερμανό υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Ουμπέρτους Χάιλ.
Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι οι διατάξεις για την κοινωνική προστασία πρέπει να τροποποιηθούν για να διασφαλίσουν την καλύτερη κάλυψη των εργαζομένων με μη τυπικές μορφές απασχόλησης. «Πρέπει να δοθεί, επίσης, μεγαλύτερο βάρος στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τον κοινωνικό διάλογο, που μπορούν να συνδράμουν τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να κάνουν τις αγορές εργασίας πιο ευπροσάρμοστες, ασφαλείς και κοινωνικά δίκαιες».
Τονίζει, ακόμη, ότι χρειάζεται μία μεγάλη αναθεώρηση των προγραμμάτων εκμάθησης των ενηλίκων για να αυξηθεί η κάλυψή τους. Η συμμετοχή στα συνδικάτα, σημειώνει, μειώνεται σταθερά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες στις χώρες του ΟΟΣΑ, υποχωρώντας από το 30% το 1985 στο 16% το 2016. «Αυτό έχει εξασθενήσει τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων και έχει συμβάλει στη μείωση του εθνικού εισοδήματος που πηγαίνει σε αυτούς».

Ο μετασχηματισμός της αγοράς εργασίας

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η παγκοσμιοποίηση και οι δημογραφικές αλλαγές έχουν ήδη μετασχηματίσει τον κόσμο της εργασίας, σημειώνει η έκθεση, τονίζοντας ότι το 14% των υφιστάμενων θέσεων εργασίας μπορεί να εξαφανισθούν τα επόμενα 15-20 χρόνια λόγω της αυτοματοποίησης και ένα ακόμη 32% να αλλάξουν ριζικά.

«Αν και οι χώρες του ΟΟΣΑ έχουν ανακτήσει πλήρως τις θέσεις εργασίας που χάθηκαν στην κρίση και το ποσοστό απασχόλησης είναι 2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από ότι πριν την κρίση, η προβλεπόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας ρίχνει σκιά στις βραχυπρόθεσμες προοπτικές για τις θέσεις απασχόλησης και η αγορά εργασίας συνεχίζει να πολώνεται». Η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ καθοδηγείται από τη σημαντική άνοδο του ποσοστού των γυναικών που εργάζονται και τη μακρύτερη παραμονή στην αγορά εργασίας των μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενων.
«Ωστόσο, σε πολλές χώρες ένα αυξανόμενο ποσοστό νέων, με εκπαίδευση χαμηλότερη από την τριτοβάθμια, είναι χωρίς εργασία ή, αν εργάζονται, είναι υποαπασχολούμενοι ή με χαμηλές αμοιβές. Η ανεργία και υποαπασχόληση των ανδρών έχει αυξηθεί σε κάποιες χώρες, αν και η κατάσταση στην αγορά εργασίας για τις γυναίκες παραμένει χειρότερη κατά μέσο όρο».

Αυξάνονται οι μη τυπικές μορφές εργασίας

Ο ΟΟΣΑ σημειώνει τη σταθερή αύξηση των μη τυπικών μορφών εργασίας τα τελευταία χρόνια, στις οποίες περιλαμβάνει όλες όσες δεν αφορούν τα «τυπικά» συμβόλαια πλήρους απασχόλησης, αορίστου χρόνου με έναν εργοδότη. Οι μη τυπικές μορφές εργασίας περιλαμβάνουν, δηλαδή, τους εργαζόμενους με προσωρινές θέσεις απασχόλησης, με συμβάσεις μερικής απασχόλησης και όσους είναι αυτοαπασχολούμενοι.
«Αν και η πλήρης, μόνιμη απασχόληση πιθανόν να ισχύει για πολλές, αν όχι τις περισσότερες, θέσεις εργασίας στο μέλλον, τα τελευταία λίγα χρόνια σημειώθηκε περαιτέρω αύξηση της μη τυπικής εργασίας σε ορισμένες χώρες, όπως οι προσωρινές συμβάσεις και η αυτοαπασχόληση. Η μερική απασχόληση αυξήθηκε ουσιαστικά σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ τις τελευταίες δεκαετίες. Το ποσοστό των ανθρώπων που έχουν μερική απασχόληση αλλά θα ήθελαν πλήρη απασχόληση έχει επίσης αυξηθεί στα δύο τρίτα των χωρών του ΟΟΣΑ, για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία».
Παράλληλα, αυξήθηκε και η υποαπασχόληση σε μία σειρά χωρών τα τελευταία χρόνια. Ο ΟΟΣΑ ορίζει ως υποαπασχολούμενους τους εργαζόμενους με μερική απασχόληση, οι οποίοι δηλώνουν ότι δεν μπορούν να βρουν μία θέση πλήρους απασχόλησης ή ότι θα ήθελαν να εργάζονται περισσότερες ώρες. Το επίπεδο της υποαπασχόλησης διαφέρει σημαντικά μεταξύ των χωρών. Στο μέσο όρο του ΟΟΣΑ το 2017, περίπου το ένα τρίτο όλων των εργαζόμενων με μερική απασχόληση ήταν υποαπασχολούμενοι και αποτελούσαν το 5,5% όλων των εργαζόμενων. Στην Ιταλία, την Ισπανία και την Αυστραλία, το 10% ή περισσότερο των εργαζομένων ήταν υποαπασχολούμενοι.
«Η μεγάλη ύφεση έπαιξε σίγουρα σημαντικό ρόλο στην αύξηση της υποαπασχόλησης σε ορισμένες χώρες. Η υποαπασχόληση αυξήθηκε στην Ιρλανδία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Ισπανία που επλήγησαν πολύ σκληρά από τη μεγάλη ύφεση, κατά 6,2 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο, πολύ περισσότερο από τις 1,1 ποσοστιαίες μονάδες που ήταν η αύξηση στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ», σημειώνει η έκθεση.
Ο μετασχηματισμός της αγοράς εργασίας σημειώνεται σε ένα πλαίσιο ταχείας γήρανσης του πληθυσμού στις αναπτυγμένες και ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες. Το 1980 αντιστοιχούσαν 20 άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών σε 100 άτομα που ήταν σε ηλικία εργασίας (20-64) κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ, ενώ το 2015 ο αριθμός αυτός αυξήθηκε στα 28 άτομα και προβλέπεται σχεδόν να διπλασιασθεί μεταξύ του 2015 και του 2050. «Η πρόκληση της ταχείας γήρανσης του πληθυσμού είναι ιδιαίτερα οξεία στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ιαπωνία, την Κορέα, την Πορτογαλία, την Ισπανία καθώς και την Κίνα», αναφέρεται καταληκτικά στην έκθεση του ΟΟΣΑ.

https://www.pentapostagma.gr