Έρευνα: Σχεδόν τα μισά παιδιά που γεννήθηκαν μετά το 2000 ζουν μόνο με τον έναν γονέα
Τέσσερα στα δέκα παιδιά που γεννήθηκαν το έτος 2000 δεν ζουν
και με τους δύο γονείς από την ηλικία των 11 ετών.
Και οι σύγχρονοι νέοι είναι τέσσερις φορές πιο πιθανό, από εκείνους
που γεννήθηκαν στη δεκαετία του 1960, να αντιμετωπίσουν μια οικογενειακή
κατάρρευση, αποκαλύπτει η μελέτη.
Οι ερευνητές κατηγορούν για την εξάπλωση της διάλυσης της
οικογένειας την ευκολία του διαζυγίου και την έλλειψη ντροπής που αισθάνονται τα
ζευγάρια που χωρίζουν.
Λένε ότι τα παιδιά των οποίων η μητέρα και ο πατέρας έχουν χωρίσει
ήταν πολύ πιο πιθανό να έχουν προβλήματα συμπεριφοράς.
Η έρευνα από το Millennium Cohort σε περισσότερα
από 13.000 παιδιά που γεννήθηκαν γύρω από το έτος 2000 έδειξε ότι οι άγαμοι γονείς
ευθύνονται για τις περισσότερες περιπτώσεις διάλυσης της οικογένειας.
Στην ηλικία των 11, το 92 τοις εκατό των παιδιών που
γεννήθηκαν από παντρεμένα ζευγάρια εξακολουθούν να ζουν με τη μητέρα και τον
πατέρα τους.
Για εκείνα που έχουν γονείς που συζούν, το ποσοστό αυτό ήταν
μόλις 55 τοις εκατό. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων από ακαδημαϊκούς από το Institute of Education, αναφέρει: «Σχεδόν
τέσσερα στα δέκα παιδιά που γεννήθηκαν στο γύρισμα του αιώνα, έζησαν
τουλάχιστον μία αλλαγή στην κατάσταση της σχέσης των γονιών τους στα πρώτα τους
11 χρόνια – όταν το 1969 το ποσοστό ήταν ένα στα δέκα».
Για πολλούς νέους, η αγωνία του να δουν τη μητέρα και τον
πατέρα τους να χωρίζουν δεν είναι απλά ένα ενδεχόμενο. Η μελέτη λέει ότι ένα στα
επτά είχαν περάσει περισσότερους από έναν χωρισμό της οικογένειας.
Τα νέα αποδεικτικά στοιχεία των αυξανόμενων επιπέδων
διάλυσης της οικογένειας έρχονται σε μια στιγμή μεγαλύτερης ανησυχίας για την κατάρρευση
του γάμου και τις επιπτώσεις της στα παιδιά.
Πρόσφατες μελέτες έχουν υπογραμμίσει την πιθανότητα τα
ζευγάρια που παντρεύονται να εκπαιδευτούν και να έχουν καλές θέσεις εργασίας. Όσοι
συγκατοικούν (χωρίς γάμο) είναι πιο πιθανό να είναι φτωχοί, άνεργοι και να διαθέτουν
λίγα προσόντα.
Η Δρ Roxanne Connelly,
επικεφαλής συγγραφέας της έκθεσης, είπε ότι τώρα υπάρχει λιγότερο στίγμα να περιβάλλει
το διαζύγιο, που σημαίνει ότι τα ζευγάρια που υποφέρουν από προβλήματα στη
σχέση τους είναι πιο πιθανό να χωρίσουν.
«Κάποιοι από αυτούς τους γονείς μπορεί να έχουν ήδη μείνει
μαζί, ενώ ζουν στην μιζέρια», πρόσθεσε.
«Αλλά πολλοί μπορεί να είχαν εργαστεί σκληρότερα για (να σώσουν)
τους γάμους τους, αντί να τα παρατάνε πιο εύκολα, αν υπήρχε περισσότερο στίγμα».
«Ένα πράγμα που έχει αλλάξει δραματικά τον περασμένο αιώνα,
είναι ο αριθμός των παιδιών που τώρα ζουν σε οικογένειες όπου οι γονείς τους
έχουν χωρίσει, ή που ζουν σε μεικτές οικογένειες.
«Η διάλυση της οικογένειας έχει μια δραματική επίδραση στην
ευημερία των παιδιών.
«Δεν μπορούμε να αναγκάσουμε τις οικογένειες να μείνουν
μαζί, αλλά πρέπει να γίνουν περισσότερα για την υποστήριξη και την εκπαίδευση
των γονέων που βρίσκονται στη διαδικασία του διαζυγίου μέσω των σχολείων ή των
πόρων για τους γονείς. Επίσης, δίνοντας στους γονείς μεγαλύτερη χρηματοδοτική
στήριξη σημαίνει ότι λιγότεροι θα οδηγηθούν σε διάλυση της οικογένειας από τις
πιέσεις της φτώχειας».
Η έκθεση κάνει σύγκριση της κατάστασης των οικογενειών
σήμερα με εκείνην του 1969, όταν είχε γίνει
μια παρόμοια μελέτη μεγάλης κλίμακας.
Αυτό ήταν το έτος κατά το οποίο εισήλθαν σημαντικές
μεταρρυθμίσεις με την εισαγωγή του «γρήγορου» διαζυγίου. Από τότε, οι
διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν αφαιρέσει τα φορολογικά κίνητρα για εκείνα τα
ζευγάρια που θέλουν να παντρευτούν.
Ο Harry Benson
του think tank ‘Marriage Foundation’,
που ιδρύθηκε από τον δικαστή οικογενειακού δικαίου Sir Paul Coleridge, που παροτρύνει τα
ζευγάρια να παντρευτούν, είπε: «Το μήνυμα από τη μελέτη αυτή θα πρέπει να είναι
προφανές.
«Αν δεν προτρέπουμε τους γονείς να παντρευτούν, αυξάνουμε τους
κινδύνους για τα παιδιά τους».
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ / Πηγή
<< Αρχική σελίδα