Ρίτσαρντ Γκιρ: «Όλοι έχουμε ένα κομμάτι Ελλάδας μέσα μας»
Ο ήχος του κινητού μου που χτυπά με κάνει να πεταχτώ και σχεδόν να πέσω από την καρέκλα μου. «Καλησπέρα, Τασούλα. Είμαι η Μάριελ. Περίμενε μισό λεπτό, σε παρακαλώ, να σε συνδέσω με τον Ρίτσαρντ». Και κάπως έτσι, σε μια τηλεφωνική κλήση μέσω Λονδίνου (για να μην μπορούν να εντοπιστούν τα… ίχνη του), μιλώ με τον Ρίτσαρντ Γκιρ.
«Πώς είστε;» τον ρωτώ, για να ξεκινήσουμε από τα βασικά. «Πολύ καλά. Από το παράθυρό μου αυτή τη στιγμή αγναντεύω το δάσος. Αισθάνομαι εξαιρετικά. Η θέα της φύσης με γεμίζει γαλήνη».
Η συγκεκριμένη λέξη έχει κομβικό ρόλο στην κοσμοθεωρία του: γαλήνη. Ο Γκιρ μεγάλωσε σε μια οικογένεια Μεθοδιστών στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνια, αλλά πριν κλείσει τα 30 είχε ήδη ασπαστεί τον βουδισμό. Επισκέπτεται την Ινδία κάθε χρόνο για να συναντήσει τον Δαλάι Λάμα και άλλους δασκάλους του σε διάφορες κοινότητες του Θιβέτ. Το «ζεν» είναι για εκείνον τρόπος ζωής.
Δεν περίμενα να δεχτεί να δώσει συνέντευξη σε μια ελληνική εφημερίδα. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Του το λέω. «Ας κάνουμε, λοιπόν, την κουβέντα μας να αξίζει τον κόπο και για τους δύο. Όμως, μια και το αναφέρατε, γιατί εκπλαγήκατε;» απορεί. «Γιατί η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα και ενδεχομένως το επίσης μικρό κοινό της να μην ενδιαφέρει και πολύ τα αμερικανικά κινηματογραφικά στούντιο. Αλλά φαίνεται ότι εσείς μας αγαπάτε λίγο…» απαντώ.
«Μα ποιος μπορεί να μην αγαπά την Ελλάδα;» με ξαφνιάζει ο συνομιλητής μου. «Χάρη στις σπουδές μου στη Φιλοσοφία, πολύ νωρίς συνειδητοποίησα ότι το δυτικό πνεύμα είναι δημιούργημα της αρχαίας Ελλάδας, σφυρηλατήθηκε από τους μεγάλους Έλληνες σοφούς. Η σκέψη τους και οι διδαχές τους έχουν επηρεάσει όλο τον κόσμο. Δεν θα είναι υπερβολή, λοιπόν, αν σας πω ότι όλοι έχουμε ένα κομμάτι Ελλάδας μέσα μας!»
Ο Ρίτσαρντ και ο Σταν
Ο άνδρας που το 1980 έγινε διάσημος με το «American gigolo» και μία δεκαετία μετά, το 1990, χάρη στην αισθηματική κομεντί «Pretty woman» έγινε αντικείμενο του πόθου για εκατομμύρια γυναίκες σε όλο τον κόσμο υποδυόμενος τον ζάπλουτο και γοητευτικό Έντουαρντ, ο οποίος ερωτεύεται –και τελικά παντρεύεται– μια πόρνη πολυτελείας στο Λος Άντζελες, είναι πια 67 ετών. Παραμένει γοητευτικός και ένα από τα πιο «δυνατά χαρτιά» της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Και ας μην έχει κερδίσει ούτε μία υποψηφιότητα για Όσκαρ. Και ας μη φέρνουν οι ταινίες του αστρονομικά ποσά στο box office.
Αυτή την άνοιξη επιστρέφει στις αίθουσες με το «Δείπνο» του Όρεν Μόβερμαν –αφορμή της κουβέντας μας–που αυτή την εβδομάδα βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες από την Tanweer. Πρόκειται για κινηματογραφική διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ολλανδού Χέρμαν Κοχ, που έχει μεταφραστεί σε 37 γλώσσες, έχει κυκλοφορήσει σε 53 χώρες και καταγράφει την αθέατη πλευρά δύο σύγχρονων αστικών οικογενειών.
Πού εστιάζει; Στη βία που κρύβεται μέσα μας και ανά πάσα στιγμή μπορεί να… εκραγεί και σε όσα είμαστε (ή δεν είμαστε) διατεθειμένοι να κάνουμε προκειμένου να περιφρουρήσουμε την ευτυχία μας. Στο μεγαλύτερο μέρος της η δράση εκτυλίσσεται στη διάρκεια ενός δείπνου σε ένα πανάκριβο εστιατόριο.
Όμως, το τελευταίο πράγμα που απασχολεί τους συνδαιτυμόνες –δύο αδελφούς, τον Σταν και τον Πολ, και τις συζύγους τους– είναι το φαγητό. O Γκιρ υποδύεται τον Σταν: γερουσιαστή, δημοφιλή, πλούσιο, που έχει πετύχει τα πάντα στη ζωή του. Ή, τουλάχιστον, αυτό δείχνει.
«Ο Όρεν Μόβερμαν είναι φίλος μου. Συνεργαστήκαμε περίφημα και στο “Time out of mind”. Για να είμαι ειλικρινής, όμως, όταν διάβασα για πρώτη φορά το σενάριο του “Δείπνου”, δεν ήμουν σίγουρος ότι με ενδιέφερε ο χαρακτήρας του Σταν. Μου φαινόταν ένας απολύτως ρηχός τύπος, σαν καρικατούρα, καθόλου συναρπαστικός. Κουβεντιάσαμε πολύ με τον Όρεν, κάναμε αρκετές διαφοροποιήσεις στο κείμενο και η αρχική εντύπωσή μου άλλαξε. Θεώρησε ότι κάτι μπορούσα να “προσφέρω” στον ρόλο. Έτσι, δέχτηκα», μου εξηγεί ο Ρίτσαρντ Γκιρ. Τι άλλο βρήκε ενδιαφέρον στην ταινία;
«Το ότι μιλάει με απόλυτη ειλικρίνεια για το σήμερα· οι δύο οικογένειες αποτελούν μικρογραφία της κοινωνίας, ενώ η άστεγη της ιστορίας θα μπορούσε να είναι μετανάστρια ή πρόσφυγας – νομίζω ότι οι περισσότεροι θεατές στην Ευρώπη έτσι θα τη δουν. Το “Δείπνο” θέτει ζητήματα βαθιά επίκαιρα. Ποια είναι η ευθύνη μας, όχι μόνο απέναντι στον εαυτό μας και στην οικογένειά μας, αλλά και απέναντι στην κοινωνία και στον κόσμο; Ποιες λύσεις πρέπει να προκρίνουμε; Να είναι βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες; Ποια πρέπει να είναι η σχέση μας με τα παιδιά μας;»
Στο «Δείπνο» υποδύεται τον Σταν, έναν γερουσιαστή. Τον ρόλο της συζύγου του έχει η Ρεμπέκα Χολ.
Πολιτική ίσον συμβιβασμοί
Ο Σταν είναι γερουσιαστής. Η φιλοδοξία του και το πολιτικό του μέλλον αποτελούν γνώμονα σχεδόν για κάθε απόφασή του. Κόντρα ρόλος για τον Ρίτσαρντ Γκιρ, που δεν φοβάται το κόστος τού να μην είναι αρεστός και πολλές φορές έχει προκαλέσει σάλο με δηλώσεις του. Όπως στο πρόσφατο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου, όταν ξεσπάθωσε εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ: «Το πιο φριχτό πράγμα που έκανε είναι ότι εξίσωσε δύο λέξεις – πρόσφυγας και τρομοκράτης. Αυτό έκανε!».
«Ναι, είμαστε διαφορετικοί, αλλά ο ρόλος βασίστηκε κατά πολύ στη δική μου γνώση και εμπειρία από τον κόσμο των πολιτικών στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη. Βλέπετε, έχω συναναστραφεί πολλούς πολιτικούς και διπλωμάτες. Ξέρω πώς ζουν, πώς αντιμετωπίζουν τον κόσμο, τους συμβιβασμούς που δέχονται να κάνουν, ότι καθετί στην πορεία ανέλιξής τους είναι ένα quid pro quo – θα σου δώσω αυτό αν κι εσύ μου δώσεις εκείνο…»
Κάποια στιγμή, προς το τέλος της ταινίας, ο Σταν διατυπώνει την άποψη ότι «όλα είναι πολιτική». Συμφωνεί ο Γκιρ με τον ήρωα που υποδύεται; «Αυτό πράγματι συμβαίνει. Δυστυχώς, ερχόμαστε διαρκώς αντιμέτωποι με το ερώτημα “ποιος είναι ισχυρός;”, “ποιος θα κυριαρχήσει” σε κάθε κατάσταση. Η ανταγωνιστική φύση μας ξεπροβάλλει σε ό,τι κάνουμε». Αυτό σημαίνει ότι δεν τον ενδιαφέρει καθόλου η πολιτική; «Προτιμώ να είμαι δεσμευμένος απέναντι στους ανθρώπους, όχι στην πολιτική – αυτή δεν με ενδιαφέρει», ξεκαθαρίζει.
Στο «Δείπνο» τα δύο ζευγάρια θα προσπαθήσουν να κρύψουν ένα μεγάλο μυστικό για να προστατεύσουν τους έφηβους γιους τους. Μπορεί η αγάπη να δικαιολογήσει τα πάντα; Θα έκανε και ο Γκιρ το ίδιο για τον 17χρονο γιο του (από τον γάμο του με την ηθοποιό Κάρεϊ Λόουελ); «Θα έκανα τα πάντα για να τον προστατεύσω από κάποιον κίνδυνο. Αυτό που συμβαίνει στην ταινία, όμως, είναι εντελώς διαφορετικό. Πρόκειται για έγκλημα. Κι εγώ πιστεύω ότι είναι πιο σημαντικό να ξέρουν τα παιδιά ότι πρέπει να αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεών τους. Δίνοντάς τους αυτό το πολύτιμο μάθημα, τα προστατεύεις πιο ουσιαστικά».
H δράση του φιλμ ακολουθεί τη δομή ενός δείπνου: απεριτίφ, πρώτο πιάτο, κυρίως πιάτο, επιδόρπιο, ντιζεστίφ. Ας μιλήσουμε, λοιπόν, και για το φαγητό. Ποιες είναι οι γευστικές μνήμες του από τα παιδικά του χρόνια; Ήταν καλή μαγείρισσα η μητέρα του; «Η μητέρα μου, Ντόρις Αν, πέθανε πέρυσι, στα 91 της χρόνια. Δεν ήταν καλή μαγείρισσα, αλλά ήταν αναμενόμενο: είχε πέντε παιδιά και έπρεπε να μαγειρεύει για έναν μικρό στρατό. Το φαγητό της ήταν αξιοπρεπές, λοιπόν, αλλά σίγουρα όχι αξιομνημόνευτο!» Και η κουβέντα τελειώνει με γέλια.
Πηγή:
kathimerini/ΕΛΛΑΝΙΑ ΠΥΛΗ
<< Αρχική σελίδα