Χειμερινό κάμπινγκ στο δάσος
Μια νύχτα στο δάσος (ή μια μέρα μακριά από την πόλη και πώς έμαθες να αγαπάς το χειμερινό κάμπινγκ).
Στην πόλη(ή πως η πάχνη απλώθηκε στο σαλόνι και ο κόκκινος καναπές βρέθηκε στο δάσος)
Κοιτάς τον κέρσορα να αναβοσβήνει στην οθόνη σου. Έχεις γράψει μόλις μερικές προτάσεις και δεν ξέρεις αν σου κάνουν και αν μπορείς να το συνεχίσεις έτσι. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να γράψεις τίποτα, αν δεν έχει πάρει ολοκληρωμένο σχήμα στο κεφάλι σου. Αν δεν έχεις αποφασίσει ακριβώς τι θέλεις να πεις. Έχεις γράψει τον τίτλο ίσαμε δεκαπέντε φορές και καμία από τις δεκαπέντε εκδοχές δεν είναι απολύτως συνεπής με το μελλοντικό περιεχόμενο. Και έτσι συνεχίζεις να κοιτάς τον κέρσορα να αναβοσβήνει.
Ξεφυσάς, διαλέγεις όλο το κείμενο, το σβήνεις και κατεβάζεις την οθόνη. Το σκοτάδι απλώνεται παντού. Πίνεις μια γερή γουλιά ουίσκι και στρίβεις τσιγάρο. Γυρνάς το σώμα σου και ξαπλώνεις στον κόκκινο καναπέ. Φυσάς τον καπνό του τσιγάρου και η πάχνη του δάσους απλώνεται στο ταβάνι σου. Πεύκα ξεπετάγονται ολόγυρα.
(ή ένας αφηγηματικός οδηγός επιβίωσης και μια σπουδή στα φύλλα συκής) Ανεβαίνεις το μονοπάτι στο βουνό. Είσαι φορτωμένος με όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό: εκδρομική τσάντα πλάτης, ζεστό ρουχισμό, κουζινικά, γκαζάκι, τρόφιμα, χειμερινή σκηνή και σλίπινγκ μπαγκ, υποστρώματα, φουσκωτά μαξιλάρια, καθισματάκια, προσάναμμα, φακούς, αντικουνουπικό, κουτί πρώτων βοηθειών, τσεκούρι και μια εξάδα νερό. Και από όλα αυτά που είσαι αναγκασμένος να κουβαλήσεις, το νερό σε ενοχλεί πιο πολύ. Έχει μεγάλο βάρος και άστατο κέντρο βάρους. Το ρίχνεις άτσαλα κατάχαμα και σταματάς να ξαποστάσεις. Συνειδητοποιείς ότι βαριανασαίνεις και βάζεις στη νοητή λίστα σου με εκκρεμότητες ότι κάποια στιγμή πρέπει να κόψεις το κάπνισμα. Ξανασηκώνεις την εξάδα και συνεχίζεις να περπατάς σταθερά παρά την κούραση. Αυτή τη στιγμή ο χρόνος κυλά ενάντιά σου. Έχεις ιδρώσει πάρα πολύ κάτω από το χοντρό σου τζάκετ, ο αέρας λυσσομανά ανάμεσα στα δέντρα και πρέπει να βρεις πού θα περάσεις τη νύχτα, όσο ακόμα έχεις φυσικό φως.
Νιώθεις μεγάλη ανακούφιση που η δοκιμασία της εξάδας νερού έχει φτάσει στο πέρας της. Έχεις όμως μια σειρά από δραστηριότητες που πρέπει να ολοκληρωθούν άμεσα, αν φυσικά επιθυμείς να περάσεις ένα όμορφο βράδυ. Πρέπει να στήσεις τη σκηνή σου όσο βλέπεις ακόμα, να αλλάξεις τα μουσκεμένα σου ρούχα πριν παγώσεις, να μεταφέρεις τις πέτρες που θα περικυκλώσουν τη φωτιά -σε πιο προστατευμένο από τον αέρα σημείο- και φυσικά να μαζέψεις ξερά ξύλα για να την ανάψεις. Το στήσιμο ολοκληρώνεται γρήγορα, είστε τρία άτομα και έχετε κάποια εμπειρία. Οι πέτρες μεταφέρονται πριν την αλλαγή ρούχων - θέλετε να αποφύγετε και το ενδεχόμενο και τρίτης αναγκαστικής αλλαξιάς- και η τελευταία εκτελείται γοργά και αποφασιστικά λόγω του τσουχτερού κρύου. Στη συλλογή της απαραίτητης ξυλείας σημείο κλειδί αποδεικνύεται η λέξη «ξερά». Έχει βρέξει μόλις πριν δύο μόλις μέρες και η κατάσταση είναι νωπή.
Φωνάζεις τους άλλους δύο με χαρά. Και ύστερα αντικαθιστάς στην πραγματική σου λίστα το γενικό όρο «προσάναμμα», με τον ειδικό όρο «δαδιά». Μεταφέρετε προσεκτικά την κατσαρόλα με τη μακαρονάδα πάνω από τις φλόγες. Πλέον πεινάς πολύ, αλλά εκτός από αυτό, η τροφή θα βοηθήσει το σώμα σου να παραμείνει ζεστό. Και στο σημείο αυτό οφείλεις να παραδεχτείς μια μεγάλη αλήθεια: το χειμερινό κάμπινγκ δεν είναι και η πιο εύκολη δραστηριότητα. Στο υπενθυμίζει συνεχώς η κρύα μύτη σου, το παλιό σου κάταγμα στην κεφαλή της κερκίδας και ένα ελαφρύ τσούξιμο στο αριστερό αυτί, απομεινάρι μιας επίπονης ωτίτιδας.
Η σιωπή γίνεται γέλια και τα γέλια είναι παρατεταμένα, μάλλον λόγω της κατανάλωσης αλκοόλ. «Τι εννοείς;» απαντάει ο ένας, «Εσύ γιατί λες;» συνεχίζει ο άλλος. «Δεν ξέρω…», απαντάς «Για να περάσουμε ένα βράδυ όπως οι αρχαίοι μας πρόγονοι;». «Αν ήθελες να περάσεις ένα βράδυ σαν τους αρχαίους προγόνους θα έπρεπε να κυνηγήσεις το βραδινό με το τόξο και να φοράς μόνο ένα φύλλο συκής, όχι παντελόνι Κολούμπια και να κυνηγάς σήμα στο κινητό σου για να ανεβάσεις στόρι στο ίνσταγκραμ». Η απάντηση είναι ειλικρινής και αποστομωτική, μα δύο μονάχα λέξεις μένουν στο μεθυσμένο σου μυαλό: «Φύλλα». «Συκής». Και τότε δημιουργείται μια συνάρτηση: ΑΝ οι αρχαίοι φορούσαν όντως φύλλα συκής πριν φορέσουν προβιά, ΤΟΤΕ το αίσθημα της ντροπής προϋπήρξε της ανάγκης επιβίωσης από το κρύο. Και μόνο η σκέψη αυτή σε κάνει να παγώσεις περισσότερο. Αποσβολωμένος πίνεις το υπόλοιπο περιεχόμενο του ρακοπότηρου και νιώθεις το σλίπινγκ μπαγκ σου να σε καλεί.
Έχεις βγάλει το τζάκετ σου και το παντελόνι σου, φοράς μόνο τα ισοθερμικά σου και το σκουφί και προσπαθείς να χωθείς τελείως στο σλίπινγκ μπαγκ σου. Τα χειμερινά σλίπινγκ έχουν σχήμα μούμιας για να τυλίγουν το σώμα σου και να σε κρατάνε ζεστό, πράγμα που καθιστά αρκετά δύσκολη τη σωστή εφαρμογή. Όμως νιώθεις πολύ πιο ζεστά από ότι περίμενες και χαίρεσαι. Έξω από τη σκηνή ακούς ένα ανεπαίσθητο κρακ από τη φωτιά που νόμιζες πως είχε σβήσει. Άντε τώρα να ξαναβγείς, να της ρίξεις νερό, να ξαναπαγώσεις και να ξαναμπείς στο σλίπινγκ. Σε κυριεύει όμως το χρέος να το κάνεις, οπότε καλύτερα τώρα παρά αργότερα. Σε λίγο ξαναγλιστράς στο σλίπινγκ και αυτό σιγά σιγά γλιστρά στο υπόστρωμα γιατί η πλαγιά είναι λίγο κατηφορική και εσύ γλιστράς στο όνειρο γιατί είσαι τελείως εξουθενωμένος.
(ή μα πώς βρέθηκες εκεί και γιατί το σκυλί γαβγίζει;) Την κοιτάς στα μάτια καθώς ολισθαίνεις λίγο στην ξύλινη καρέκλα. Της διηγείσαι την εμπειρία σου και της λες για τις φωτογραφίες που έχεις τραβήξει και το πόσο εντύπωση σου έκαναν τα τόσα σχόλια και τα τόσα μηνύματα που σου έστειλαν στο ίνσταγκραμ. Της λες πως ακόμα πιο περίεργο σου φαίνεται το ότι τα περισσότερα από αυτά ήρθαν από άτομα που, είσαι απολύτως σίγουρος, ποτέ και για κανένα λόγο δε θα έκαναν κάμπινγκ. Σε κοιτάει και αυτή στα μάτια και έρχεται η σειρά της να απαντήσει: «Η αλήθεια είναι πως, όσο και αν θέλουμε να το αρνηθούμε, καταγόμαστε από μια αγροτική χώρα. Λίγο πολύ, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε κάποιο χωριό ή έχουμε επισκεφτεί αρκετές φορές την ύπαιθρο, οπότε, λίγο πολύ ξανά, η εμπειρία αυτή -της διαμονής δηλαδή στη φύση- μας είναι οικεία και μπορούμε να ταυτιστούμε». Λίγο πολύ τα μάτια της χάνονται από το οπτικό σου πεδίο και εστιάζεις στο σκυλί πίσω της, πίσω από τη τζαμαρία, που γαυγίζει ακατάπαυστα.
Μέρος Β': Στο δάσος
(ή το χαμόγελο του κυνηγού και οι τρεις ορειβάτες)
Το σκυλί συνεχίζει να γαυγίζει ακατάπαυστα κάπου στο βάθος, σε σημείο που αποφασίζεις να ανοίξεις πλέον τα μάτια σου. Ο ουρανός έχει γκρι χρώμα και πράσινες ραφές. Είναι εμφανές ότι είναι πλέον μέρα, περνάει το φως μέσα από το ύφασμα, αλλά για κάποιο λόγο κρυώνεις πολύ. Οι άλλοι δύο κοιμούνται ακόμα. Ένας δεξιά σου και ένας αριστερά σου. Το παίρνεις απόφαση ότι δε θα έχεις άλλο ύπνο και έφτασε η ώρα να σηκωθείς. Ντύνεσαι στον προθάλαμο της σκηνής όσο πιο γρήγορα και όσο πιο ήσυχα μπορείς, ώστε να μη τους ξυπνήσεις. Και καθώς κατεβάζεις το φερμουάρ της εξωτερικής πόρτας της σκηνής, συνειδητοποιείς γιατί κρύωνες τόσο. Πάχνη παντού.
Κάποια στιγμή το φερμουάρ της σκηνής ακούγεται πάλι, ένα πρόσωπο ξεπροβάλλει και σου αποκρίνεται με απορία «Πω, δεν είναι υπέροχο το τοπίο;». «Ναι!» λες, καθώς ξυπνάει και ο τρίτος και βγαίνει και αυτός έξω. Το μπρίκι βράζει πάνω από το γκαζάκι. Πρώτα ελληνικός και ύστερα τσάι του βουνού. Και το πίνεις με ευχαρίστηση και ας μην πίνεις ποτέ τσάι - ιδιαίτερα ζεστό. Ύστερα κάνετε τα σχέδια της ημέρας: χαράζετε μια διαδρομή ώστε να προλάβετε δύο ώρες πεζοπορίας, σαράντα λεπτά πακετάρισμα της σκηνής και του εξοπλισμού και μια ώρα κουβάλημα και επιστροφή μέχρι το αμάξι -ευτυχώς πλέον χωρίς το μαρτύριο της εξάδας- αλλά με μια μεγάλη μαύρη σκουπιδοσακούλα. Μένει αρκετός χρόνος για στάση σε κάποιο χωριό και ένα τελευταίο γεύμα πριν την επιστροφή.
Στο κοντινό χωριό, σε μια παραθαλάσσια ταβέρνα, βλέπεις μια τεράστια μπριζόλα να προσγειώνεται στο διπλανό τραπέζι. Αποφασίζετε από κοινού πως αυτή την Τεξανή μπριζόλα θα παραγγείλετε και εσείς. Δίπλα ο κόσμος φορά πουκάμισα με σηκωμένα μανίκια. Είναι μια ασυνήθιστα ζεστή Κυριακή, μα ακόμα δεν τολμάς να βγάλεις το τζάκετ σου. Θέλεις λίγο περισσότερο χρόνο να συνηθίσεις τη θερμοκρασία. Και ακόμα δεν είσαι σίγουρος ότι έχεις γλιτώσει την ωτίτιδα και την πιθανότητα πυρετού. Κάποια στιγμή το τολμάς και το βγάζεις. Στον δρόμο του γυρισμού χαζεύεις ανέμελα από το παράθυρο. Μπαίνεις στο σπίτι λίγες ώρες αργότερα και, λίγο πολύ, βάζεις όλα τα περιεχόμενα του εκδρομικού σάκου στο πλυντήριο. Ξαπλώνεις στο κρεβάτι, κάτω από τη ζεστασιά του παπλώματος και σου έρχεται μια λέξη μονάχα: πολυτέλεια. Νιώθεις ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο γιατί έχεις το δικό σου -ζεστότατο- πάπλωμα.
(ή γιατί η πάχνη δε διαλύθηκε ποτέ και πώς ο κόκκινος καναπές βρέθηκε στη θέση του) Κοιτάς τον κέρσορα να αναβοσβήνει στην οθόνη σου. Έχεις γράψει αρκετές προτάσεις και έχεις σχεδόν ολοκληρώσει την αφήγησή σου. Σε δυσκόλεψε αρκετά, γιατί οι λέξεις είναι σκέψεις και οι σκέψεις, συχνά, είναι σα τα ξυράφια• κόβουν και από τις δύο πλευρές. Και αν οι λέξεις δεν κόβουν και λίγο, δεν έχει νόημα να βάζεις τη μία πίσω από την άλλη. Καταλήγεις στο ότι το γράψιμο και το κάμπινγκ έχουν πολλά κοινά: ξεκινάνε σαν μια πολύ καλή και ευχάριστη ιδέα. Κάπου στη μέση διαπιστώνεις πως τα πράγματα δε θα κυλήσουν όσο ομαλά και ρόδινα είχες φαντασιωθεί. Όταν τελειώσεις, νιώθεις την ικανοποίηση ότι έχεις μια ιστορία να πεις.
Κατεβάζεις την οθόνη. Το σκοτάδι απλώνεται παντού. Πίνεις μια γερή γουλιά ρακί και στρίβεις τσιγάρο. Γυρνάς το σώμα σου και ξαπλώνεις στον κόκκινο καναπέ. Φυσάς τον καπνό του τσιγάρου και η πάχνη του δάσους απλώνεται στο ταβάνι σου. Πεύκα ξεπετάγονται ολόγυρα. Και όπως τα πεύκα προστατεύουν το δάσος στη νεροποντή, πλέον προστατεύουν και εσένα.
BΑΝΙΑΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ / ystav@naftemporiki.gr
<< Αρχική σελίδα